Αυτοάνοσες ασθένειες
From Wikipedia, the free encyclopedia
Αυτοάνοσες ασθένειες (αγγλ.: autoimmune diseases), λέγονται και αυτοάνοσα νοσήματα, ορίζονται εκείνες οι ασθένειες που προκαλούνται από υπερβολική και λανθασμένη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι στον ίδιο τον οργανισμό.[1][2][3] Οι αυτοάνοσες ασθένειες περιλαμβάνουν περισσότερες από 80 διαταραχές, οι οποίες μπορούν να προσβάλλουν σχεδόν οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Είναι η τρίτη πιο συχνή κατηγορία ασθενειών μετά τον καρκίνο και την καρδιακή νόσο.[1][4][3] Τα συνηθισμένα συμπτώματα περιλαμβάνουν χαμηλό πυρετό, μυϊκούς πόνους, και αίσθημα κόπωσης, τα οποία κάποιες φορές έχουν περιόδους έξαρσης και ύφεσης.[2]
Αυτοάνοσες ασθένειες | |
---|---|
Εικόνα χεριού με ρευματοειδή αρθρίτιδα. | |
Ειδικότητα | Ανοσολογία, Ρευματολογία, Νευρολογία, Δερματολογία, Γαστρεντερολογία, Ενδοκρινολογία, Αιματολογία |
Συμπτώματα | Χαμηλός πυρετός, μυϊκοί πόνοι, αίσθημα κόπωσης |
Είδη | Περισσότερες από 80 διαφορετικές διαταραχές |
Αίτια | Λανθασμένη απόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος στον ίδιο τον οργανισμό |
Παράγοντες κινδύνου | Το 78.8% προσβάλλει γυναίκες |
Νοσηρότητα | 5-8% του πληθυσμού στις ΗΠΑ |
Ταξινόμηση | |
ICD-9 | 279.4 |
OMIM | 109100 |
DiseasesDB | 28805 |
MeSH | D001327 |
Οι αιτίες που προκαλούν τις αυτοάνοσες ασθένειες δεν είναι καλά κατανοητές. Αυτό που πιθανολογείται είναι ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσων ασθενειών όταν συνυπάρχουν και γενετικοί παράγοντες.[3] Οι 10 πιο συχνές αυτοάνοσες ασθένειες είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η θυρεοειδίτιδα Χασιμότο, η κοιλιοκάκη, η νόσος Γκρέιβς, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, η λεύκη, ο ρευματικός πυρετός, η ατροφική γαστρίτιδα, η γυροειδής αλωπεκία, και η αυτοάνοση (ιδιοπαθής) θρομβοπενική πορφύρα.[5] Άλλες εξίσου σημαντικές αυτοάνοσες ασθένειες είναι η ψωρίαση, ο συστημικός ερυθηματώδης λύκος, το σύνδρομο Χόγκρεν, το σύνδρομο Γκιγιέν-Μπαρέ, η αιμολυτική αναιμία, και η ιδιοπαθής φλεγμονώδης εντερική νόσος (νόσος Κρον και ελκώδης κολίτιδα).[2]
Η θεραπεία εξαρτάται από τον τύπο και τη σοβαρότητα της κατάστασης. Τα διάφορα θεραπευτικά σχήματα στοχεύουν στο να ανακουφίσουν τα συμπτώματα (π.χ. με φάρμακα όπως ασπιρίνη, ιβουπροφαίνη), να αντικαταστήσουν τις ζωτικές ουσίες που ο οργανισμός δεν μπορεί πλέον να παράγει μόνος του (π.χ. με ενέσεις ινσουλίνης, ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη), και να καταστείλει το ανοσοποιητικό σύστημα (π.χ. με φάρμακα για τον έλεγχο της φλεγμονής, όπως μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) και ανοσοκατασταλτικά).[2]
Υπολογίζεται ότι το 5-8% του πληθυσμού (περίπου 24 εκ. άτομα) στις ΗΠΑ προσβάλλεται από κάποιου είδους αυτοάνοση ασθένεια,[2] ενώ το 78.8% των ατόμων αυτών είναι γυναίκες.[4] Άτομα τα οποία έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν αυτοάνοση ασθένεια είναι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία, άτομα με οικογενειακό ιστορικό, και άτομα που εκτίθενται σε συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς ρύπους όπως φως του ήλιου, χημικές ουσίες (διαλύτες) και ιογενείς και βακτηριακές λοιμώξεις.[2]