Ανοσοκατασταλτικό φάρμακο
παράγοντας που καταστέλλει την ανοσολογική λειτουργία με ένα ή πολλαπλούς μηχανισμούς δράσης / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το ανοσοκατασταλτικό φάρμακο ανήκει στην κατηγορία φαρμάκων τα οποία καταστέλλουν ή μειώνουν τη δύναμη του ανοσοποιητικού συστήματος του σώματος. Μερικά από αυτά τα φάρμακα χρησιμοποιούνται για να κάνουν το σώμα λιγότερο πιθανό να απορρίψει ένα μεταμοσχευμένο όργανο, όπως το ήπαρ, η καρδιά ή το νεφρό. Επίσης ονομάζονται φάρμακα κατά της απόρριψης. Άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα χρησιμοποιούνται συχνά για τη θεραπεία αυτοάνοσων ασθενειών, όπως ο συστημικός ερυθηματώδης λύκος, η ψωρίαση, η ρευματοειδής αρθρίτιδα,[1][2] όπως επίσης και για τον έλεγχο μη αυτοάνοσων φλεγμονωδών νοσημάτων, όπως το χρόνιο αλλεργικό άσθμα.[3][4][5]
Ορισμένα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα έχουν πιο γενικευμένη επίδραση στο ανοσοποιητικό σύστημα ενώ άλλα έχουν συγκεκριμένους στόχους. Τα φάρμακα με γενικευμένη δράση είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, ενώ η αποτελεσματικότητα των πιο εξειδικευμένων φαρμάκων μπορεί να μειωθεί εάν η δράση τους παρακαμφθεί από εναλλακτικές μεταβολικές οδούς. Επομένως, τα πρωτόκολλα θεραπείας χρησιμοποιούν συχνά συνδυασμούς φαρμάκων για την ελαχιστοποίηση των ανεπιθύμητων ενεργειών και για την πρόληψη της αντίστασης στη θεραπεία.[3]
Ορισμένα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα δρουν μέσω της ανοσοεξάντλησης των τελεστικών κυττάρων (π.χ. Τ κυττάρων), ενώ άλλα είναι κατά κύριο λόγο ανοσοτροποποιητικά, επηρεάζοντας τη δραστηριότητα των κυττάρων, συνήθως μέσω της αναστολής της κυτοκίνης.[3][6] Καθώς οι ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες μειώνουν την ανοσία, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος μόλυνσης.[4][7][8]