Συνδεδεμένο κράτος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ένα συνδεδεμένο κράτος (ή και συνδεδεμένη χώρα) είναι το μικρότερο μέλος μιας επίσημης ελεύθερης σχέσης μεταξύ μιας πολιτικής επικράτειας με κάποιο βαθμό ύπαρξης υπόστασης κράτους και μίας άλλης (συνήθως μεγαλύτερης) χώρας, για την οποία σχέση δεν έχει υιοθετηθεί άλλος συγκεκριμένος όρος, όπως για παράδειγμα προτεκτοράτο. Οι λεπτομέρειες μιας τέτοιας ελεύθερης σύνδεσης περιέχονται (ή μπορούν να βρεθούν) στο Ψήφισμα 1541 (XV) Αρχή VI της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ[1], σε κάποιο Σύμφωνο Ελεύθερης Σύνδεσης, ή σε κάποια Πράξη Σύνδεσης Κράτους, και είναι συγκεκριμένες και διαφορετικές για τις εμπλεκόμενες χώρες. Στην περίπτωση των Νήσων Κουκ και του Νιουέ, οι λεπτομέρειες των ελεύθερων συνδέσεών τους περιλαμβάνονται σε διάφορα επίσημα έγγραφα, όπως τα Συντάγματά τους, η Επίσημη Αλληλογραφία του 1983 μεταξύ των κυβερνήσεων της Νέας Ζηλανδίας και των Νήσων Κουκ, και την Κοινή Διακήρυξη της Εκατονταετηρίδας του 2001. Τα ελεύθερα συνδεδεμένα κράτη μπορούν να περιγραφούν ως ανεξάρτητα ή όχι, αλλά η ελεύθερη σύνδεση δεν είναι ικανό κριτήριο για κρατική οντότητα ή στάτους κράτους ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου.
Ανεπίσημα ο όρος μπορεί να ιδωθεί πιο γενικά: από τη μετά-αποικιακή μορφή του φιλικού προτεκτοράτου ή προτεκτοράτου, μέχρι τη συνομοσπονδία άνισων συμβαλλομένων, όπου το μικρότερο μέλος (η) παρέχει (χουν) στο μεγαλύτερο (συχνά την πρώην αποικιακή δύναμη) κάποιες εξουσίες κυριαρχίας που κανονικά διατηρεί ένα κράτος, συνήθως στα πεδία της άμυνας και των εξωτερικών σχέσεων, ενώ συχνά απολαμβάνει επίσης και οικονομικά προνόμια όπως για παράδειγμα η πρόσβαση στις αγορές.
Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, μια μορφή σύνδεσης βασισμένη στη φίλια προστασία και παραχώρηση της επικυριαρχίας μπορεί να ιδωθεί ως χαρακτηριστικό του ορισμού των μικροκρατών[2].