Στρεψίρρινοι
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο κλάδος των στρεψίρρινων (Strepsirrhini, νεολατινικό, από τα ελληνικά στρέψις και ρις)[2] είναι μία από τις δύο υποτάξεις των πρωτευόντων. Τα μοναδικά πρωτεύοντα της Μαδαγασκάρης (εκτός από τους ανθρώπους) είναι στρεψίρρινοι, ενώ μπορούν να βρεθούν και στην νοτιοανατολική Ασία και την Αφρική. Το όνομα δόθηκε από τον Ετιέν Ζοφρουά Σεν Ιλέρ, λόγω της διατήρησης του ρινάριου (rhinarium), γνώρισμα που χαρακτηρίζεται από υγρή μύτη, γενικά παρόν στα θηλαστικά. Στον κατάλογο του με τα χαρακτηριστικά που απέδιδε στους στρεψίρρινους, γράφει «Les narines terminales et sinueuses» (μετάφραση: «μαιανδρικά, στριφτά ή σγουρά ρουθούνια»).[3]
Στρεψίρρινοι[1] Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων: Πρώιμο Ηώκαινο - Πρόσφατα | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Λεμούριος με δακτυλιδωτή ουρά (Lemur catta) | ||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||
| ||||||||||
Οικογένειες | ||||||||||
Χειρογαλεΐδες | ||||||||||
Οι πρωτευοντολόγοι θεωρούν ότι οι στρεψίρρινοι έχουν περισσότερα εξελικτικώς αρχέγονα χαρακτηριστικά και προσαρμογές από τους συγγενικούς τους απλόρρινοους. Η υγρή μύτη τους συνδέεται με το άνω χείλος, το οποίο συνδέεται με τα ούλα, γεγονός που δεν τους επιτρέπει να διαχειρίζονται πολλές εκφράσεις προσώπου. Ο λόγος εγκεφάλου-σώματος τείνει να είναι μικρότερος, υποδεικνύοντας χαμηλότερη νοημοσύνη. Οι οσφρητικοί λοβοί του εγκεφάλου είναι μεγαλύτεροι, δείχνοντας ότι έχουν μεγαλύτερη εξάρτηση από την όσφρηση. Το ρύγχος τους είναι εν γένει επιμηκυμένο, δίνοντας τους εμφάνιση σκύλου, αν και αυτό συμβαίνει και σε μερικές μαϊμούδες. Οι στρεψίρρινοι, εν αντιθέσει με τους απλόρρινους, διαθέτουν οπισθοφθαλμική ράβδο (postorbital bar). Έχουν διατηρήσει επίσης την ικανότητα να κατασκευάζουν ενζηματικά βιταμίνη C, ικανότητα που έχουν χάσει οι απλόρρινοι, συμπεριλαμβανομένων των ταρσιίδων.[4]
Με εξαίρεση το άι αί, όλοι οι στρεψίρρινοι έχουν κτενωτά δόντια (toothcomb), πυκνή διάταξη των κοπτήρων και των κυνόδοντων, που χρησιμοποιούνται για περιποίηση. Μία άλλη προσαρμογή για την ατομική περιποίηση είναι το νύχι καλλωπισμού (toilet-claw) στο δεύτερο δάκτυλο του ποδιού όλων των στρεψίρρινων, ενώ το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού είναι σημαντικά χωρισμένο από τα άλλα επιτρέποντας τους έτσι να γραπώνουν και με τα οπίσθια άκρα για να κινηθούν.
Περίπου το 75% των ειδών είναι νυκτόβια και όλα διαθέτουν το tapetum lucidum, ένα φωτεινό ανακλαστικό στρώμα στα μάτια, όπως επίσης και κάποια ημερόβια είδη σαν τον λεμούριο με δακτυλιδωτή ουρά. Πολλά από τα νυκτόβια είδη έχουν πολύ ευαίσθητη ακοή και τα αυτιά τους μπορούν να κινηθούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο γεγονός που επιτρέπει την καλύτερη αντίληψη των ήχων.
Η αναπαραγωγή των στρεψίρρινων διαφέρει πολύ από αυτήν των απλόρρινων. Αντί για ατομικό κύκλο έχουν εποχή ζευγαρώματος. Γεννούν επίσης περισσότερα νεογνά και τα θηλυκά έχουν δικέρατη μήτρα και πολλαπλά ζεύγη θηλών.