Νέα Αντικειμενικότητα
σελίδα αποσαφήνισης εγχειρημάτων Wikimedia / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος Νέα Αντικειμενικότητα (γερμανικά: Neue Sachlichkeit, κατά λέξη Νέος Πραγματισμός) χαρακτηρίζει ένα καλλιτεχνικό-ιδεολογικό κίνημα που επεδίωξε να επαναφέρει στις εικαστικές τέχνες το ενδιαφέρον για το αντικειμενικά ορατό[1]. Το κίνημα εμφανίστηκε στη Γερμανία γύρω στα 1920, αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την ωμή πραγματικότητά του οποίου θέλησε να αποδώσει πέρα από οποιαδήποτε κλασικιστική, ρομαντική, εξπρεσσιονιστική ή άλλα αισθητική εξιδανίκευση. Εντάσσεται στο γενικότερο ρεύμα της Επιστροφής στην Τάξη (Retour à l'Ordre) μετά τον πόλεμο, όταν οι καλλιτέχνες άρχισαν να απορρίπτουν τις ακρότητες της πρωτοπορίας υπέρ του αισθήματος ασφάλειας πιο παραδοσιακών μορφών[2].
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: μετάφραση Γερμανικών ονομάτων Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων. |
Η ακμή της Νέας Αντικειμενικότητας τοποθετείται χρονικά σε μια εποχή επαναστατικού αναβρασμού στην πολιτική και την τέχνη, όταν οι ελπίδες για πρόοδο θάφτηκαν στα συντρίμια του πολέμου και ένα γενικευμένο συναίσθημα παραίτησης και κυνισμού επικράτησε στη χώρα. Βασικοί εκπρόσωποι της Νέας Αντικειμενικότητας ήταν ο Ότο Ντιξ, ο Μαξ Μπέκμαν, ο Τζορτζ Γκρος, ο Κρίστιαν Σαντ, ο Ρούντολφ Σλίχτερ και η Ζαν Μάμμεν. Το όνομα του κινήματος οφείλεται στον ιστορικό τέχνης και κριτικό Γκούσταβ Φρίντριχ Χάρτλαουμπ, διευθυντή της Δημοτικής Πινακοθήκης του Μάνχαϊμ (Städtische Kunsthalle Mannheim), ο οποίος οργάνωσε με αυτό τον τίτλο την εμβληματική έκθεση έκθεση του κινήματος το 1925[1]. Η Νέα Αντικειμενικότητα τελείωσε ουσιαστικά το 1933 με το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του Ναζισμού.