Λυκάνθρωπος
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ως λυκάνθρωπος θεωρείται στη λαϊκή κουλτούρα, ο άνθρωπος που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε λύκο (ή, ειδικά στις σύγχρονες ταινίες, σε ένα θηριανθρωπικό υβριδικό πλάσμα που μοιάζει με λύκο), είτε κατά βούληση είτε μετά από κατάρα είτε κατά τύχη (συχνά δάγκωμα ή γρατζουνιά από άλλον λυκάνθρωπο), με τις μεταμορφώσεις να συμβαίνουν τη νύχτα της πανσελήνου.
Ο λυκάνθρωπος ήταν μια ευρέως διαδεδομένη φιγούρα στην ευρωπαϊκή λαογραφία, ιδίως κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Από την Ευρώπη οι δοξασίες για τους λυκάνθρωπους εξαπλώθηκαν και στον Νέο Κόσμο. Η πίστη στους λυκάνθρωπους αναπτύχθηκε παράλληλα με την πίστη στις μάγισσες, κατά τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα και της πρώιμης νεότερης περιόδου. Όπως και οι δίκες για μαγεία στο σύνολό τους, η δίκη των υποτιθέμενων λυκανθρώπων εμφανίστηκε στη σημερινή Ελβετία (ιδίως στο Καντόνι του Βαλαί και του Βω) στις αρχές του 15ου αιώνα και εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη τον 16ο αιώνα, κορυφώθηκε τον 17ο αιώνα και υποχώρησε τον 18ο αιώνα.
Η περίπτωση του Πέτερ Σταμπ (Peter Stumpp) (1589) (γνωστού και «Ο λυκάνθρωπος του Μπέντμπουργκ» [1] οδήγησε σε κορύφωση του ενδιαφέροντος και της δίωξης των υποτιθέμενων λυκανθρώπων, κυρίως στη γαλλόφωνη και γερμανόφωνη Ευρώπη. Το φαινόμενο παρέμεινε περισσότερο στη Βαυαρία και την Αυστρία, όπου καταγράφηκαν διώξεις μέχρι πολύ μετά το 1650, ενώ οι τελευταίες περιπτώσεις σημειώθηκαν στις αρχές του 18ου αιώνα στην Καρινθία και τη Στυρία.