Κώφωση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η κώφωση έχει ποικίλους ορισμούς σε πολιτιστικά και ιατρικά πλαίσια. Στην ιατρική, η έννοια της κώφωσης είναι απώλεια ακοής που εμποδίζει ένα άτομο να κατανοήσει την προφορική γλώσσα.[1] Αργότερα, ο όρος χρησιμοποιήθηκε σε ένα πολιτισμικό πλαίσιο για να αναφερθεί σε εκείνους που επικοινωνούν κυρίως μέσω νοηματικών γλώσσών ανεξάρτητα από την ικανότητα ακοής.[2] Οι δύο ορισμοί αλληλεπικαλύπτονται αλλά δεν είναι πανομοιότυποι, καθώς η απώλεια ακοής περιλαμβάνει περιπτώσεις που δεν είναι αρκετά σοβαρές ώστε να επηρεάσουν την κατανόηση της προφορικής γλώσσας, ενώ ο πολιτισμικός ορισμός περιλαμβάνει ακούοντα άτομα που χρησιμοποιούν νοηματικές γλώσσες, όπως τα παιδιά κωφών ενηλίκων.