Καθολική ψηφοφορία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η καθολική ψηφοφορία δίνει το δικαίωμα ψήφου σε όλους τους ενήλικες πολίτες, ανεξάρτητα από το φύλο, το εισόδημα, την κοινωνική στάση, τη φυλή, την εθνικότητα τις πολιτικές πεποιθήσεις κ.α.[1][2] Η αρχική χρήση του όρου έγινε από μεταρρυθμιστές στη Μεγάλη Βρετανία τον 19ο αιώνα, αν και με αυτόν εννοούσαν μόνο το καθολικό δικαίωμα ψήφου για τον ανδρικό πληθυσμό. Το δικαίωμα ψήφου επεκτάθηκε και στις γυναίκες μόνο έπειτα από ανάλογο κίνημα.[3][4]
Ο τρόπος εφαρμογής της καθολικής ψηφοφορίας διαφέρει από χώρα σε χώρα. Η ελάχιστη ηλικία ψήφου βρίσκεται συνήθως μεταξύ 18 και 25 ετών. Σε κάποιες χώρες οι «παράφρονες», οι καταδικασμένοι για ορισμένες ψηφοφορίες και όσοι τιμωρούνται για ορισμένα εκλογικά αδικήματα τους αίρεται το δικαίωμα ψήφου.[2]
Στις πρώτες αστικές δημοκρατίες, οι κυβερνήσεις περιόριζαν το δικαίωμα ψήφου μόνο σε όσους είχαν περιουσία και πλούτο, δηλαδή συνήθως σε μια μειοψηφία του ανδρικού πληθυσμού.[5] Ορισμένες φορές, υπήρχαν άλλοι περιορισμοί, όπως η απαίτηση από τους ψηφοφόρους να ασκούν μια δεδομένη θρησκεία.[6] Παρόλα αυτά, σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες, ο αριθμός των ανθρώπων που μπορούσαν να ψηφίσουν αυξανόταν προοδευτικά με τον χρόνο.[7][8] Στη διάρκεια του 19ου αιώνα αναδύθηκαν πολλά κινήματα που υποστήριζαν την «καθολική ανδρική ψηφοφορία», κυρίως στην Ευρώπη, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Βόρεια Αμερική.[9][7]
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μετά την καθιέρωση της αρχής «ένας άνθρωπος, μία ψήφος» στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ,[10][11] το Κογκρέσο των ΗΠΑ συνέχισε και να επεκτείνει σταδιακά το δικαιώματα ψήφου σε όλους τους Αμερικανούς, ιδιαίτερα στους Αφροαμερικανούς, μέσω του Civil Rights Act του 1964, του Voting Rights Act του 1965 και πολλών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.[12][13] Επιπλέον, δεν μπορεί να παραλειφθεί το κίνημα για την απόκτηση δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες. Το κίνημα αυτό ξεκίνησε στα μέσα του 19ου αιώνα. Η πρώτη χώρα που υιοθέτησε το διακίωμα ψήφου των γυναικών ήταν η Νέα Ζηλανδία (το 1893).[14] Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι γυναίκες κατοχύρωσαν το δικαίωμα ψήφου 1920, με την 19η αναθεώρηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών.[15]
Στην Ελλάδα η καθολική ψηφοφορία για το σύνολο του αντρικού πληθυσμού καθιερώθηκε με το σύνταγμα του 1844.[16] Στο σύνταγμα του 1864 οι γυναίκες αναγνωρίστηκαν ως πολίτες όμως δεν απέκτησαν δικαίωμα ψήφου. Αυτό έγινε σταδιακά πολλά χρόνια αργότερα: το 1934 επιτράπηκε η συμμετοχή των γυναικών στις δημοτικές εκλογές, ενώ το 1952 κατοχυρώθηκε το δικαίωμα ψήφου και στις βουλευτικές εκλογές.[17]