Ημιόλιο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ημιόλιο ή ημίολο στη θεωρία της μουσικής ονομάζεται η αναλογία 3:2, κυρίως όσον αφορά στο ρυθμικό σκέλος μιας μελωδίας. Ως όρος ετυμολογείται από τις λέξεις «ἡμί» και «ὅλος», απαντώμενος ήδη σε έργα του Ίππασου και του Φιλολάου, όπου περιγράφει το διάστημα «καθαρής πέμπτης».[1] Αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τον Αριστόξενο καθώς και τον Πτολεμαίο για την περιγραφή και άλλων μικρότερων διαστημάτων, όπως το ημιόλιο χρωματικό πυκνόν, το οποίο είναι μιάμιση φορά το μέγεθος του ημιτονίου· δύο χρωματικά πυκνά ισούνται με ένα εναρμόνιο πυκνό.[2]
Ο αντίστοιχος λατινικός όρος για το ημιόλιο είναι sesquialtera και αμφότεροι εφαρμόστηκαν για την περιγραφή διαστηματικών σχέσεων. Από τη διαίρεση της χορδής ενός μονόχορδου σε αναλογία 3:2 (δηλαδή στα ⅔) προκύπτει το διάστημα της καθαρής πέμπτης. Ωστόσο από τον 15ο αιώνα κι έπειτα οι δύο όροι χρησιμοποιήθηκαν τόσο για την περιγραφή διαστηματικών όσο και ρυθμικών σχέσεων· ειδικότερα, στη μετρική σημειογραφία της μουσικής του 15ου αιώνα, με τον όρο ημιόλιο περιγράφεται η υποκατάσταση δύο τέλειων αξιών από τρεις ατελείς αξίες.[3]