Διάκονος
Εκκλησιαστικό αξίωμα / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των χριστιανικών εκκλησιών σημαίνει είτε τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού, είτε το εκκλησιαστικό αξίωμα.
Γρήγορες Πληροφορίες Τμήμα μιας σειράς λημμάτων Βαθμοί Ιεροσύνης της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Επίσκοπος ...
Τμήμα μιας σειράς λημμάτων Βαθμοί Ιεροσύνης της | |
---|---|
Επίσκοπος | |
Πρεσβύτερος | |
Διάκονος | |
Κλείσιμο