Μεταμόσχευση
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η μεταμόσχευση οργάνων είναι πολύπλοκη διαδικασία κατά την οποία, με εγχείρηση, μεταφέρονται υγιή όργανα, από νεκρό ή ζωντανό δότη σε έναν σοβαρά πάσχοντα λήπτη, με σκοπό την αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού του.[1] Ουσιαστικά αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της ιατρικής του 20ού αιώνα και έχει καθιερωθεί πλέον ως θεραπευτική πρακτική.[2] Επιτρέπει την αποκατάσταση των λειτουργιών του σώματος, που είχαν μέχρι τότε χαθεί ή είχαν υποκατασταθεί με μια μηχανικού τύπου μέθοδο. Πιο συγκεκριμένα, η μεταμόσχευση είναι η εγχείρηση κατά την οποία υγιή όργανα, ιστοί ή κύτταρα μεταφέρονται από έναν εκλιπόντα ή ζωντανό δότη σε ένα χρονίως πάσχοντα ασθενή, με σκοπό την αποκατάσταση της λειτουργίας κάποιου οργάνου του, το οποίο βρίσκεται σε ανεπάρκεια.[3][4]
Τα όργανα τα οποία μπορούν να μεταμοσχευτούν είναι οι νεφροί, η καρδιά, το ήπαρ, οι πνεύμονες, το πάγκρεας και τμήμα του λεπτού εντέρου.[3][5] Οι ιστοί και τα κύτταρα που μπορούν σήμερα να μεταμοσχευτούν είναι δέρμα, επιδερμίδα, οστά, χόνδροι, μύες, τένοντες, σύνδεσμοι, περιτονίες, αγγεία, βαλβίδες της καρδιάς, κερατοειδής χιτώνας του οφθαλμού, σκληρός χιτώνας του οφθαλμού, εμβρυϊκή μεμβράνη, χόριο, ενδοκρινείς ιστοί και ενδοκρινικά κύτταρα, νευρικά κύτταρα, αιμοποιητικά κύτταρα κ.α. Οι τεχνικές συνεχώς βελτιώνονται και σύντομα θα είναι δυνατή η μεταμόσχευση και άλλων οργάνων, ιστών και κυττάρων.[4]
Οι μεταμοσχεύσεις πολλαπλών οργάνων, αν και λιγότερο συχνές από τις μεταμοσχεύσεις ενός οργάνου, γίνονται κάθε χρόνο. Οι κοινές μεταμοσχεύσεις πολλαπλών οργάνων περιλαμβάνουν καρδιά και πνεύμονες ή πάγκρεας και νεφροί.[4] Παγκοσμίως, οι νεφροί είναι τα πιο συχνά μεταμοσχευμένα όργανα, ακολουθούμενα από το ήπαρ και μετά από την καρδιά.[6] Ο κερατοειδής και τα μυοσκελετικά μοσχεύματα είναι οι πιο συχνά μεταμοσχευμένοι ιστοί. Οι δότες οργάνων μπορεί να είναι ζωντανοί, εγκεφαλικά νεκροί ή νεκροί λόγω κυκλοφορικού θανάτου.[7] Ο ιστός μπορεί να ανακτηθεί από δότες που έχουν πεθάνει από κυκλοφορικό θάνατο,[8] καθώς και από εγκεφαλικό θάνατο[1] – έως και 24 ώρες μετά τη διακοπή του καρδιακού παλμού. Σε αντίθεση με τα όργανα, οι περισσότεροι ιστοί (με εξαίρεση τους κερατοειδείς) μπορούν να διατηρηθούν και να αποθηκευτούν για έως και πέντε χρόνια.
Η μεταμόσχευση εγείρει μια σειρά από ζητήματα βιοηθικής, συμπεριλαμβανομένου του ορισμού του θανάτου, του πότε και του τρόπου που πρέπει να δοθεί η συγκατάθεση για τη μεταμόσχευση οργάνου και της πληρωμής για τα όργανα προς μεταμόσχευση.[9][10] Άλλα ζητήματα ηθικής περιλαμβάνουν τον μεταμοσχευτικό τουρισμό και ευρύτερα το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο στο οποίο μπορεί να συμβεί η προμήθεια οργάνων ή η μεταμόσχευση. Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί η εμπορία οργάνων, όπως επίσης και το ηθικό ζήτημα του να μην καλλιεργείται ψεύτικη ελπίδα στους ασθενείς.[11]
Η μεταμοσχευτική ιατρική είναι ένας από τους πιο απαιτητικούς και πολύπλοκους τομείς της σύγχρονης ιατρικής. Μερικοί από τους βασικούς τομείς για την ιατρική διαχείριση είναι τα προβλήματα απόρριψης μοσχεύματος, κατά τα οποία το σώμα έχει μια ανοσολογική απόκριση στο μεταμοσχευμένο όργανο, που πιθανώς οδηγήσει σε απόρριψη του μοσχεύματος και στην ανάγκη άμεσης αφαίρεσης του οργάνου από τον λήπτη.[1] Όταν είναι δυνατόν, η απόρριψη μοσχεύματος μπορεί να μειωθεί μέσω ορότυπου για τον προσδιορισμό της καταλληλότερης αντιστοίχισης δότη-λήπτη,[12] και μέσω της χρήσης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.[13]