Γαλλικό οξύ
χημική ένωση / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το γαλλικό οξύ (επίσης γνωστό ως 3,4,5-τριυδροξυβενζοϊκό οξύ) είναι τριυδροξυβενζοϊκό οξύ με τύπο C6H2(OH)3CO2H. Κατατάσσεται ως φαινολικό οξύ. Βρίσκεται στα καρύδια, το σουμάκ, την αμαμελίδα, τα φύλλα τσαγιού, τον φλοιό βελανιδιάς και άλλα φυτά.[1] Είναι ένα λευκό στερεό, αν και τα δείγματα είναι συνήθως καφέ λόγω μερικής οξείδωσης. Τα άλατα και οι εστέρες του γαλλικού οξέος ονομάζονται "γαλλικές ενώσεις" (αγγλ. gallates).
Η ονομασία αυτή προέρχεται από τα βαλανίδια της δρυός, τα οποία χρησιμοποιούνταν ιστορικά για την παρασκευή ταννικού οξέος. Παρά το όνομα, το γαλλικό οξύ δεν περιέχει γάλλιο. Ιστορικά, το γαλλικό οξύ αναγνωρίστηκε πρώτα από τον Σουηδό χημικό Βίλχελμ Σέελε, το 1786[2], και η ονομασία αυτή του εδόθη από τον Γάλλο χημικό Ανρί Μπρακονό λόγω των βαλανιδιών της δρυός (αγγλ. oak galls), από τα οποία το εκχύλιζαν πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες για την κατεργασία ζωικών δερμάτων.
Το γαλλικό οξύ βρίσκεται σε μια σειρά από φυτά, όπως το παρασιτικό φυτό Cynomorium coccineum,[3] το υδρόβιο φυτό Myriophyllum spicatum και το γαλαζοπράσινο φύκι Microcystis aeruginosa.[4] Το γαλλικό οξύ βρίσκεται επίσης σε διάφορα είδη βελανιδιάς,[5] Caesalpinia mimosoides,[6] και στο φλοιό του στελέχους της Boswellia dalzielii,[7] μεταξύ άλλων.
Πολλά τρόφιμα περιέχουν διάφορες ποσότητες γαλλικού οξέος, ιδιαίτερα φρούτα (συμπεριλαμβάνονται φράουλες, σταφύλια, μπανάνες),[8][9] καθώς και τσάγια,[8][10] γαρίφαλα,[11] και ξύδια.[12] Ο καρπός του χαρουπιού αποτελεί πλούσια πηγή γαλλικού οξέος (24–165 mg ανά 100 g).[13]