Φινλανδική γλώσσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Φινλανδική γλώσσα (φινλανδικά: suomi) είναι η γλώσσα που ομιλείται από την πλειονότητα του πληθυσμού της Φινλανδίας (92%) και από άλλους Φινλανδούς εκτός της χώρας, Είναι επίσης επίσημη γλώσσα της Φινλανδίας και επίσημη μειονοτική γλώσσα στη Σουηδία στην πρότυπη μορφή των Φινλανδικών καθώς και στα Μεενκιέλι.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Φινλανδικά | |
---|---|
suomi | |
Ταξινόμηση | Ουραλικές
|
Σύστημα γραφής | λατινική γραφή και Scandinavian Braille |
Κατάσταση | |
Επίσημη γλώσσα | Φινλανδία Ρωσία (Καρελία) Νορβηγία ομιλούμενη σε έναν Δήμο της χώρας
|
Αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσα | Σουηδία |
Ρυθμιστής | Γλωσσικό Σχεδιαστικό Τμήμα του Ερευνητικού Ινστιτούτου Γλωσσών της Φινλανδίας |
ISO 639-1 | fi |
ISO 639-2 | fin |
ISO 639-3 | fin |
SIL | FIN |
Τα φινλανδικά ανήκουν στο φιννοουγγρικό κλάδο της ουραλικής γλωσσικής οικογένειας και ταξινομείται ως συγκολλητική γλώσσα. Τροποποιεί τις μορφές των ουσιαστικών και των επιθέτων ανάλογα με τον ρόλο τους στην πρόταση. Έχει τη φήμη δύσκολης ως προς την κατανόηση και εκμάθηση γλώσσας. Αυτό έχει να κάνει βασικά με το γεγονός πως πολύ λίγες γλώσσες είναι στενά συγγενείς μ’αυτή, γεγονός που καθιστά το λεξιλόγιο ανοίκειο.
Υπάρχουν δεκαπέντε πτώσεις σε ενικό και πληθυντικό αριθμό, ενώ οι λέξεις (οι οποίες λόγω του συγκολλητικού χαρακτήρα της γλώσσας μπορεί να είναι αρκετά μακροσκελείς) τονίζονται πάντα στην πρώτη συλλαβή.