Σανσκριτική γλώσσα
αρχαία ινδική γλώσσα / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Σανσκριτική (saṃskṛtam संस्कृतम्) είναι η κλασική γλώσσα της Ινδίας και λειτουργική γλώσσα του Ινδουϊσμού, του Βουδισμού και του Τζαϊνισμού. Η θέση της στον πολιτισμό της Ινδίας και της ΝΑ Ασίας είναι παρόμοια με εκείνη των Λατινικών και των Αρχαίων Ελληνικών στηv Ευρώπη, και είναι κεντρικός άξονας της ινδουϊστικής παράδοσης. Όντας μία από τις είκοσι δύο (22) επίσημες γλώσσες της Ινδίας, η Σανσκριτική διδάσκεται σε σχολεία σε όλη την Ινδία ως δεύτερη γλώσσα, ενώ ορισμένοι Βραχμάνοι τη θεωρούν ως μητρική τους γλώσσα.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
संस्कृतम् - saṃskṛtam σανσκριτική | |
---|---|
Ομιλούνταν σε: | Ινδία και άλλες περιοχές της Ν. και ΝΑ Ασίας. Τη χρησιμοποιούν επίσης πολλοί Βουδιστές λόγιοι στην Κίνα, την Ιαπωνία, την Ταϊλάνδη και το Βιετνάμ. |
Εξαφάνιση: | Παραμένει λειτουργική γλώσσα του Ινδουϊσμού και μία από τις εθνικές γλώσσες της Ινδίας. |
Ταξινόμηση: | Ινδοευρωπαϊκή Ινδοϊρανικές Ινδοάριες Σανσκριτική σανσκριτική |
Κώδικες γλώσσας | |
ISO 639-1 | - |
ISO 639-2/B | san |
ISO 639-3 | san |
SIL | - |
Glotto | {{{Glottolog}}} |
Linguist | {{{Linguist}}} |
Κυρίως η Σανσκριτική χρησιμοποιείται ως κατεξοχήν τελετουργική γλώσσα στα ινδουϊστικά τελετουργικά με τη μορφή ύμνων και μάντρα. Στην προκλασική μορφή της Βεδικής Σανσκριτικής -λειτουργικής γλώσσας της Βεντικής θρησκείας- θεωρείται ως ένα από τα πρωιμότερα μέλη της Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, με αρχαιότερο κείμενο τη Ριγκβέντα.