Κυτταρική θεωρία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η λεγόμενη κυτταρική θεωρία διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1838-1839 από τους Γερμανούς ανατόμους μελετητές Μ. Σλάιντεν (M. Schleiden), και Θεόδωρο Σβαν (Th. Schwann 1810-1882), (γνωστότερος από το ομώνυμο κύτταρο Σβαν), μετά από σειρά μελετών τους σε φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς αντίστοιχα. Οι επιστήμονες αυτοί υποστήριξαν ότι:
- "Θεμελιώδης μονάδα δομική και λειτουργική όλων των έμβιων οργανισμών είναι το κύτταρο".
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μερικά χρόνια αργότερα, ένας άλλος επιστήμονας, επίσης Γερμανός, ο Ρούντολφ Φίρχοβ (R. Virchow) συμπλήρωσε την κυτταρική θεωρία με το γνωστό πλέον (στη λατινική γλώσσα) αξίωμα: omnis cellula e cellula (= κάθε κύτταρο {προέρχεται} από κύτταρο).
- Η κυτταρική θεωρία στη σύγχρονη εκδοχή της υποστηρίζει τις ακόλουθες τέσσερις αρχές:
- Κάθε κύτταρο προέρχεται από διαίρεση προϋπάρχοντος κυττάρου.
- Όλα τα κύτταρα δομούνται από τις ίδιες χημικές ενώσεις και εκδηλώνουν παρόμοιες μεταβολικές διεργασίες.
- Όλοι οι οργανισμοί, με εξαίρεση τους ιούς, αποτελούνται από κύτταρα και κυτταρικά παράγωγα.
- Η λειτουργία των οργανισμών είναι συνέπεια της συλλογικής δράσης και αλληλεπίδρασης των κυττάρων τους.