Φαντασιακές κοινότητες
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι φαντασιακές κοινότητες (imagined communities) ή νοερές κοινότητες[2] είναι έννοια που εισήγαγε ο Μπένεντικτ Άντερσον (Benedict Anderson), Βρετανός πολιτικός επιστήμονας και ιστορικός ειδικευμένος σε έθνη της νοτιοανατολικής Ασίας. Μια φαντασιακή ή νοερή κοινότητα διαφέρει από μια κοινότητα "άμεσης επαφής"[3], στο ότι δεν βασίζεται (και για πρακτικούς λόγους δεν θα μπορούσε να βασίζεται) στην καθημερινή πρόσωπο-με-πρόσωπο αλληλεπίδραση μεταξύ των μελών της. Για παράδειγμα, ο Άντερσον πιστεύει ότι ένα έθνος είναι μια κοινωνικά κατασκευασμένη κοινότητα, την οποία φαντάζονται οι άνθρωποι που αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως μέλη αυτής της ομάδας.[4] Όπως πιστεύει ο Άντερσον, όλες οι κοινότητες με κάποιο ικανό μέγεθος, ακόμα και οι προνεωτερικές, είναι φαντασιακές.[5]
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Το βιβλίο «Φαντασιακές κοινότητες», στο οποία εξηγεί την ιδέα του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1983 και επανεκδόθηκε το 1991 με πρόσθετα κεφάλαια. Έχει μεταφραστεί και στα ελληνικά το 1997.[4]
Αν και ο όρος επινοήθηκε για να αναφερθεί ειδικά στον εθνικισμό, σήμερα χρησιμοποιείται ευρύτερα, σχεδόν ως συνώνυμο του όρου «κοινότητα συμφερόντων». Για παράδειγμα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σχέση με μια κοινότητα που βασίζεται στον σεξουαλικό προσανατολισμό,[6] είτε μια «κοσμοπολιτική» κοινότητα που ενδιαφέρεται για παγκόσμιους κινδύνους όπως οικολογικός ή οικονομικός.[7]
Ο Άντερσον όρισε το έθνος ως μια φαντασιακή πολιτική κοινότητα την οποία κανείς φαντάζεται ως εγγενώς περιορισμένη και κυρίαρχη. Τα μέλη της τηρούν στο μυαλό τους μια νοητή εικόνα των σχέσεων μεταξύ τους, όπως π.χ. στην περίπτωση εθνικής ενότητας που αισθάνονται τα μέλη όταν η «φαντασιακή τους κοινότητα» συμμετέχει σε μια ομαδική εκδήλωση όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Όπως το θέτει ο Anderson, ένα έθνος είναι φαντασιακό επειδή «κανένα μέλος, ακόμη και του μικρότερου έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει για αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν».[8]
Θεωρείται «περιορισμένη» επειδή ότι το έθνος «έχει καθορισμένα, έστω κι αν είναι ελαστικά, σύνορα, πέρα από τα οποία βρίσκονται τα άλλα έθνη».[9] Είναι κυρίαρχη (sovereign) κοινότητα επειδή στη σύγχρονη εποχή μια δυναστική μοναρχία δεν μπορεί να διεκδικήσει εξουσία πάνω σ’ αυτή την κοινωνία. Η ιδέα αυτή γεννήθηκε στην εποχή κατά την οποία ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση κατέστρεφαν τη νομιμοποίηση του θεϊκά οργανωμένου, ιεραρχικά δυναστικού κόσμου.[9]
Τέλος, ένα έθνος είναι μια φαντασιακή κοινότητα επειδή «ανεξάρτητα από την ουσιαστική ανισότητα και την εκμετάλλευση που κυριαρχεί σε κάθε κοινότητα, το έθνος νοείται πάντα σαν μια βαθιά, οριζόντια συντροφική σχέση. Σε τελευταία ανάλυση, είναι αυτό το αίσθημα της αδελφότητας που δίνει τη δυνατότητα σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους τους δύο τελευταίους αιώνες, όχι τόσο να σκοτώνουν, όσο να είναι πρόθυμοι να δίνουν τη ζωή τους για τόσο περιορισμένες φαντασιώσεις».[10]
Κατά τον Άντερσον, η δημιουργία φαντασιακών κοινοτήτων κατέστη δυνατή λόγω του «έντυπου καπιταλισμού». Καπιταλιστές επιχειρηματίες τύπωναν τα βιβλία και τα μέσα ενημέρωσής τους στις λαϊκές εθνικές γλώσσες (αντί σε γλώσσες όπως τα Λατινικά), προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η κυκλοφορία. Ως αποτέλεσμα, οι αναγνώστες που μιλούσαν διάφορες τοπικές διαλέκτους βρέθηκαν σε θέση να καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλο και έτσι προέκυψε ένας κοινός διάλογος. Ο Άντερσον υποστήριξε ότι τα πρώτα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη σχηματίστηκαν έτσι γύρω από τις «εθνικές έντυπες γλώσσες» τους. Ο ίδιος έφτασε σ’ αυτή τη θεωρία επειδή ένιωθε ότι ούτε η μαρξιστική ούτε η φιλελεύθερη φιλοσοφία εξηγούσαν επαρκώς τον εθνικισμό. Αντίθετα από τον Άντερσον, ο Azar Gat[11] πιστεύει ότι η παραγωγή φαντασιακών κοινοτήτων έγινε δυνατή όχι μόνο από την εκκοσμίκευση και την τυπογραφία αλλά και από τον προφορικό λόγο (όπως π.χ. το θρησκευτικό κήρυγμα) και τις θρησκευτικές τελετές. Κατά τον ίδιο, οι θρησκείες συχνά διέδωσαν την ιδέα του έθνους.[12] Παρόμοια άποψη έχει και ο Michel Bouchard[13] (βλ. ενότητα "Κριτική").
Ο συγγραφέας κατατάσσεται στην ιστορικιστική ή μοντερνιστική σχολή μελετητών του εθνικισμού, μαζί με τον Ερνστ Γκέλνερ (Ernest Gellner) και τον Έρικ Χόμπσμπομ (Eric Hobsbawm), με την έννοια ότι πιστεύει ότι τα έθνη και ο εθνικισμός είναι προϊόντα της νεοτερικότητας και έχουν δημιουργηθεί ως μέσα για πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς. Αυτή η σχολή έρχεται σε αντίθεση με τους «πρωτογονιστές» (primordialists), οι οποίοι πιστεύουν ότι τα έθνη, αν όχι ο εθνικισμός, υπάρχουν από τις αρχές της ανθρώπινης ιστορίας. Οι φαντασιακές κοινότητες μπορούν να θεωρηθούν ως μια μορφή κοινωνικού κονστρουκτιβισμού σε αναλογία με τις φαντασιακές γεωγραφίες του Έντουαρντ Σαΐντ (Edward Said). Κατά τον Gellner κεντρικό ρόλο στον σχηματισμό των εθνικών κοινοτήτων έχει ο μαζικός αλφαβητισμός ενώ κατά τον Άντερσον η διάδοση της τυπογραφίας.[15]
Σε αντίθεση με τον Γκέλνερ και τον Χόμπσμπομ, ο Άντερσον δεν είναι αντίθετος προς την ιδέα του εθνικισμού ούτε θεωρεί ότι ο εθνικισμός είναι ξεπερασμένος σε έναν παγκοσμιοποιούμενο κόσμο. Ο Anderson εκτιμά το ουτοπικό στοιχείο στον εθνικισμό.[16] Σύμφωνα με τη θεωρία του, οι κύριες αιτίες του εθνικισμού είναι η μειούμενη σημασία της προνομιακής πρόσβασης σε γραπτές γλώσσες, όπως τα Λατινικά λόγω της μαζικής λαϊκής εκπαίδευσης, το κίνημα για την κατάργηση των ιδεών της «ελέω Θεού» εξουσίας και της κληρονομικής μοναρχίας, και η εμφάνιση του έντυπου καπιταλισμού - όλα τα φαινόμενα που εμφανίζονται με την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Η έννοια της φαντασιακής κοινότητας παραμένει ιδιαίτερα επίκαιρη σε ένα σύγχρονο προβληματισμό περί του πώς τα έθνη-κράτη συγκροτούν και αναπροσαρμόζουν την ταυτότητά τους σε σχέση με εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές, όπως οι πολιτικές για τους μετανάστες και τη μετανάστευση.[17]