Τσία (σπόρος)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι σπόροι τσία ή κία (chia), προέρχονται συνήθως από τη Σάλβια την ισπανική (Salvia hispanica) της οικογένειας των Χειλανθών (Lamiaceae). Άλλα φυτά που αναφέρονται ως "chia", περιλαμβάνουν το "χρυσό τσία" (Salvia columbariae) και το ανθοφόρο ποώδες, πολυετές (perennial)[Σημ. 1] Salvia polystachya, το οποίο σπάνια καλλιεργείται και δεν χρησιμοποιούνται οι σπόροι του. Οι σπόροι της Salvia columbariae χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς και ως τρόφιμο.[1]
O Κώδικας Μεντόζα (Codex Mendoza)[Σημ. 2] του δέκατου έκτου αιώνα, παρέχει αποδεικτικά στοιχεία ότι καλλιεργούνταν από τους Μάγια και τους Αζτέκους[2] στην προ-Κολομβιανή εποχή και οι ιστορικοί της οικονομίας λένε ότι μπορεί να ήταν το ίδιο σημαντικοί ως καλλιεργούμενο τρόφιμο, όπως και ο αραβόσιτος.[3]
Είχαν δοθεί ως ετήσιος φόρος υποτελείας από τον λαό προς τους άρχοντες, σε 21 από τα 38 επαρχιακά συμβούλια των Αζτέκων.[3] Οι σπόροι κία (chia) χρησίμευσαν ως βασική τροφή στον πολιτισμό των Νάουατλ (Αζτέκων) στο Κεντρικό Μεξικό. Ιησουίτες χρονικογράφοι τοποθέτησαν το τσία (chia) ως την τρίτη πιο σημαντική καλλιέργεια στον πολιτισμό των Αζτέκων, ακολουθώντας το καλαμπόκι, τα φασόλια και προ του αμάραντου. Οι προσφορές προς τους Αζτέκους ιερείς, συχνά ήταν σε κία (chia).
Τριμμένοι ή ολόκληροι, οι σπόροι τσία (chia) εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην Παραγουάη, Βολιβία, Αργεντινή, Μεξικό και τη Γουατεμάλα για θρεπτικά ποτά και στα τρόφιμα.[4][5] Σήμερα, το κία (chia) καλλιεργείται και καταναλώνεται εμπορικά σε μικρή κλίμακα στην προγονική του πατρίδα, στο κεντρικό Μεξικό και τη Γουατεμάλα, ενώ, καλλιεργείται εμπορικά στην Αργεντινή, Βολιβία, Ισημερινό, Εκουαδόρ, Νικαράγουα και την Αυστραλία.[Σημ. 3][6]