Τριστάνος και Ιζόλδη (Βάγκνερ)
όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Τριστάνος και Ιζόλδη (γερμ. Tristan und Isolde) είναι όπερα σε τρεις πράξεις του Ρίχαρντ Βάγκνερ, σε γερμανικό λιμπρέτο του ιδίου, βασισμένο κατά ένα μεγάλο μέρος στην ομώνυμη μυθιστορία του Γκότφρηντ φον Στράσμπουργκ. Η όπερα συντέθηκε μεταξύ 1857 και 1859 και έλαβε την πρεμιέρα της υπό την διεύθυνση του Χανς φον Μπύλο (Hans von Bülow) στο Μόναχο, στις 10 Ιουνίου 1865.
Τίτλος | Tristan und Isolde |
---|---|
Γλώσσα | Γερμανικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1857 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 19ος αιώνας |
Μορφή | Musikdrama όπερα |
Βασίζεται σε | Tristan |
Εμπνευσμένο από | Hymns to the Night |
Χαρακτήρες | Tristan[1][2], Isolde[1][2], Marke[1][2], Kurwenal[1][2], Melot[1][2], Brangäne[1][2], A shepherd[1][2], A steersman[1][2], A young sailor[1][2] και d:Q63677539[2] |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Η όπερα είχε βαθιά επίδραση στο κατοπινό έργο των δυτικών συνθετών κλασσικής μουσικής, μεταξύ άλλων του Γκούσταβ Μάλερ, του Ρίχαρντ Στράους, του Άλμπαν Μπεργκ καθώς και του Άρνολντ Σένμπεργκ. Θεωρείται ότι η όπερα αυτή σηματοδοτεί την απομάκρυνση από τη συμβατική αρμονία και την τονικότητα, που θα οδηγούσαν τελικά την κλασσική μουσική προς την ατονική μουσική του 20ού αιώνα.[3]
Για τη σύνθεση του έργου, ο Βάγκνερ εμπνεύστηκε από τη σχέση του με την Ματίλντε Βέσεντονγκ, καθώς και από τη φιλοσοφία του Αρθούρου Σοπενάουερ. Έχει ευρέως αναγνωριστεί ως ένα από τα κορυφαία μελοδραματικά έργα του ρεπερτορίου, και εξέχει για την εντατική χρήση μουσικών χρωμάτων, τονικότητας, ορχηστρικών χρωμάτων και αρμονικής καθυστέρησης με χρήση μη συγχορδιακών φθόγγων.