Σύνταγμα της Ινδίας
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Σύνταγμα της Ινδίας (IAST: Bhāratīya Saṃvidhāna) είναι ο υπέρτατος νόμος της Ινδίας.[1] [2] Το έγγραφο ορίζει το πλαίσιο για την οριοθέτηση του θεμελιώδη πολιτικού κώδικα, τη δομή, τις διαδικασίες, τις εξουσίες και τα καθήκοντα των κυβερνητικών θεσμών και ορίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα, τις κατευθυντήριες αρχές και τα καθήκοντα των πολιτών. Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος γραπτό σύνταγμα οποιασδήποτε χώρας του πλανήτη.[3] [4] [5] Ο Μ. Ρ. Αμπεντκάρ, πρόεδρος της επιτροπής κατάρτισης του συντάγματος, θεωρείται γενικά ως ο βασικός του αρχιτέκτονας.[6]
Περιβάλλεται από συνταγματική υπεροχή (όχι κοινοβουλευτική υπεροχή, δεδομένου ότι δημιουργήθηκε από συντακτική εθνοσυνέλευση και όχι από το Κοινοβούλιο) και υιοθετήθηκε από τους λαούς μέσω διακήρυξης στο προοίμιό του.[7] Το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να υπερισχύσει του συντάγματος.
Εγκρίθηκε από τη Συντακτική Εθνοσυνέλευση της Ινδίας στις 26 Νοεμβρίου 1949 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιανουαρίου 1950.[8] Το σύνταγμα αντικατέστησε τον Νόμο της κυβέρνησης της Ινδίας του 1935 ως το θεμελιώδες κυβερνητικό έγγραφο της χώρας και η Ηγεμονία της Ινδίας έγινε Δημοκρατία της Ινδίας. Για να εξασφαλίσει τη συνταγματική αυτοχθονία, οι δημιουργοί του απέρριψαν τις προηγούμενες πράξεις του Βρετανικού κοινοβουλίου στο άρθρο 395.[9] Η Ινδία γιορτάζει το Σύνταγμά της στις 26 Ιανουαρίου ως Ημέρα της Δημοκρατίας.[10]
Το Σύνταγμα ανακηρύσσει την Ινδία ως κυρίαρχη, σοσιαλιστική, κοσμική,[11] δημοκρατική πολιτεία, εξασφαλίζοντας στους πολίτες της δικαιοσύνη, ισότητα και ελευθερία, προωθώντας παράλληλα την αδελφοσύνη.[12] Το αρχικό Σύνταγμα του 1950 διατηρείται σε θήκη με ήλιο, στο Κοινοβούλιο του Νέου Δελχί. Οι λέξεις "κοσμικό" και "σοσιαλιστικό" προστέθηκαν στο προοίμιο το 1976 κατά τη διάρκεια της Κατάστασης Εκτάκτου Ανάγκης.[13]