Συνθήκη του Κιέλου
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Συνθήκη του Κιέλου (Δανικά: Kieltraktaten) ή Ειρήνη του Κιέλου (Σουηδικά και Νορβηγικά: Kielfreden ή freden i Kiel) συνήφθη μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας από τη μία πλευρά και του Βασιλείου της Δανίας και της Νορβηγίας από την άλλη στις 14 Ιανουαρίου 1814 στο Κίελο. Τερμάτισε τις εχθροπραξίες μεταξύ των δύο μερών στους συνεχιζόμενους Ναπολεόντειους Πολέμους, όπου το Ηνωμένο Βασίλειο και η Σουηδία ήταν μέρος του αντιγαλλικού στρατοπέδου (ο Έκτος Συνασπισμός) ενώ η Δανία – Νορβηγία ήταν σύμμαχος της Γαλλίας. .[1]
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο Φρειδερίκος ΣΤ΄ της Δανίας προσχώρησε στην αντιγαλλική συμμαχία, παραχώρησε την Ελιγολάνδη στο Γεώργιο Γ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου και παραχώρησε περαιτέρω το Βασίλειο της Νορβηγίας στον Κάρολο ΙΓ΄ της Σουηδίας με αντάλλαγμα τη Σουηδική Πομερανία. Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν ειδικά οι νορβηγικές εξαρτήσεις Γροιλανδία, Ισλανδία και Νήσοι Φερόες, που παρέμειναν σε ένωση με τη Δανία. [2] (Η Νορβηγία θα αμφισβητούσε ανεπιτυχώς τις αξιώσεις της Δανίας για όλη τη Γροιλανδία στην Υπόθεση Ανατολικής Γροιλανδίας το 1931–33. [3]))
Ωστόσο δεν τέθηκαν σε ισχύ όλες οι προβλέψεις της Συνθήκης. Η Νορβηγία διακήρυξε την ανεξαρτησία της, υιοθέτησε ένα σύνταγμα και εξέλεξε τον Πρίγκιπα του Στέμματος Χριστιανό Φρειδερίκο ως βασιλιά της. Μετά από αυτό η Σουηδία αρνήθηκε να παραδώσει τη Σουηδική Πομερανία, που αντίθετα περιήλθε στην Πρωσία μετά το Συνέδριο της Βιέννης το 1815. Μετά από ένα σύντομο πόλεμο με τη Σουηδία η Νορβηγία δέχτηκε να συνάψει προσωπική ένωση με τη Σουηδία με τη Σύμβαση της Moς. Ο Βασιλιάς Χριστιανός Φρειδερίκος παραιτήθηκε μετά τη σύγκληση έκτακτης συνέλευσης, που αναθεώρησε το Σύνταγμα για να επιτρέψει την Ένωση, που ιδρύθηκε επίσημα όταν η Συνέλευση εξέλεξε τον Κάρολο ΙΓ΄ βασιλιά της Νορβηγίας στις 4 Νοεμβρίου 1814.