Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Συμφωνία Μακαρίου-Ντενκτάς ή Συμφωνία υψηλού επιπέδου 1977 ήταν μία δικοινοτική συμφωνία μεταξύ του Προέδρου Μακαρίου Γ΄ και του Ραούφ Ντενκτάς που έλαβε χώρα στη Βιέννη στις 12 Φεβρουαρίου του 1977 υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ και κάτω από το άχθος της τουρκικής εισβολής του 1974 που επιχειρήθηκε αμέσως μετά το πραξικόπημα σε βάρος του Μακαρίου. Είχε το χαρακτήρα μιας διμερούς πολιτικής συμφωνίας που έθετε το πλαίσιο εξεύρεσης λύσης του κυπριακού προβλήματος, χωρίς να δεσμεύει νομικά τις δύο πλευρές[1].
Της συμφωνίας αυτής είχε προηγηθεί τον Δεκέμβριο του 1975 η συνομολόγηση του Πρωτοκόλλου των Βρυξελλών μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης. Η δεύτερη δεχόταν να συζητηθεί πρώτα η εδαφική πτυχή, η δε ελληνική να υποβάλλει σχετικές προτάσεις με παράλληλη δέσμευση των Τουρκοκυπρίων να υποβάλλουν κι εκείνοι δικές τους αντιπροτάσεις μέσα σε τακτή προθεσμία. Τόπος των επ΄ αυτών στη συνέχεια συζητήσεων ορίσθηκε η Βιέννη. Το πρωτόκολλο εκείνο απέβλεπε ουσιαστικά σε μία λύση πολυ-περιφερειακής μορφής την οποία φέρεται να είχε αποδεχτεί ο Μακάριος, κατόπιν και της σύμφωνης γνώμης του Εθνικού Συμβουλίου, με την από 6 Φεβρουαρίου 1976 επιστολή του προς τον Γ.Γ. του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ. Επ΄ αυτών βασίστηκε η παρούσα συμφωνία. Με βάση τη συμφωνία αυτή ακολούθησε δύο χρόνια μετά η Συμφωνία Κυπριανού-Ντενκτάς, η λεγόμενη και "συμφωνία των 10 σημείων".