Στρατιωτική δικτατορία στη Βραζιλία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η στρατιωτική δικτατορία στη Βραζιλία (πορτογαλικά: ditadura militar) εγκαθιδρύθηκε την 1η Απριλίου 1964, μετά από πραξικόπημα από τις Ένοπλες Δυνάμεις Βραζιλίας, με την υποστήριξη της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών[1] κατά του Προέδρου Ζουάου Γκουλάρτ. Η βραζιλιάνικη δικτατορία κράτησε για 21 χρόνια μέχρι τις 15 Μαρτίου 1985 [2][3]. Το στρατιωτικό πραξικόπημα υποδαυλίστηκε από τους Ζοζέ ντε Μαγαλάις Πίντου, Αντεμάρ ντε Μπάρος και Κάρλος Λασέρδα, που είχαν ήδη λάβει μέρος στη συνωμοσία για την καθαίρεση του Ζετούλιο Βάργκας το 1945, τότε κυβερνήτες των πολιτειών Μίνας Ζεράις, Σάο Πάολο και Γκουαναμπάρα, αντίστοιχα.
Το πραξικόπημα σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε από τους ανώτερους διοικητές του Βραζιλιάνικου Στρατού και έλαβε την υποστήριξη σχεδόν όλων των υψηλόβαθμων μελών του στρατού, μαζί με συντηρητικά στοιχεία της κοινωνίας, όπως η Καθολική Εκκλησία και τα αντικομμουνιστικά κινήματα πολιτών μεταξύ των Βραζιλιάνων στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις. Σε διεθνές επίπεδο, υποστηρίχθηκε από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ μέσω της πρεσβείας του στη Μπραζίλια. [4][1]
Παρά τις αρχικές δεσμεύσεις του για το αντίθετο, το στρατιωτικό καθεστώς θέσπισε το 1967 ένα νέο περιοριστικό Σύνταγμα και κατέπνιξε την ελευθερία του λόγου και την πολιτική αντιπολίτευση. Το καθεστώς υιοθέτησε ως κατευθυντήριες γραμμές τον εθνικισμό, την οικονομική ανάπτυξη και τον αντικομουνισμό.
Η δικτατορία έφτασε στο απόγειο της δημοτικότητάς της τη δεκαετία του '70 με το λεγόμενο "Βραζιλιάνικο Θαύμα", παρόλο που το καθεστώς λογόκρινε όλα τα ΜΜΕ και βασάνιζε και εξόριζε αντιφρονούντες. Ο Ζουάου Φιγκεϊρέδου έγινε πρόεδρος τον Μάρτιο του 1979 και την ίδια χρονιά ψήφισε τον νόμο περί αμνηστίας για πολιτικά εγκλήματα, που διαπράχθηκαν υπέρ και κατά του καθεστώτος. Ενώ καταπολεμούσε τους "σκληροπυρηνικούς" στο εσωτερικό της κυβέρνησης και υποστήριζε μια πολιτική εκ νέου εκδημοκρατισμού, ο Φιγκεϊρέδου δεν μπορούσε να ελέγξει την καταρρέουσα οικονομία, τον χρόνιο πληθωρισμό και την ταυτόχρονη πτώση άλλων στρατιωτικών δικτατοριών στη Νότια Αμερική. Εν μέσω μαζικών λαϊκών διαδηλώσεων στους δρόμους των κυριότερων πόλεων της χώρας, διεξήχθησαν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές μετά από 20 χρόνια για το εθνικό νομοθετικό σώμα το 1982. Το 1985, διεξήχθησαν άλλες εκλογές, αυτή τη φορά για την εκλογή (έμμεσα) νέου προέδρου, μεταξύ πολιτών υποψηφίων για πρώτη φορά από τη δεκαετία του '60, όπου κέρδισε η αντιπολίτευση. Το 1988, ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα και η Βραζιλία επέστρεψε επίσημα στη δημοκρατία. Έκτοτε, ο Στρατός παρέμεινε υπό τον έλεγχο πολιτικών χωρίς επίσημο ρόλο στην εσωτερική πολιτική.
Η στρατιωτική κυβέρνηση της Βραζιλίας παρείχε ένα μοντέλο για άλλα στρατιωτικά καθεστώτα και δικτατορίες σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική, που συστηματοποιήθηκε από το λεγόμενο Δόγμα Εθνικής Ασφάλειας[5], που "δικαιολόγησε" τις ενέργειες του στρατού ως προς το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας σε μια εποχή κρίσης, δημιουργώντας μια πνευματική βάση στην οποία βασίστηκαν άλλα στρατιωτικά καθεστώτα[5].
Το 2014, σχεδόν 30 χρόνια μετά την κατάρρευση του καθεστώτος, ο στρατός της Βραζιλίας αναγνώρισε για πρώτη φορά τις υπερβολές, που διέπραξαν οι πράκτορές του κατά τα χρόνια της δικτατορίας, συμπεριλαμβανομένων βασανιστηρίων και δολοφονιών πολιτικών αντιφρονούντων[6]. Τον Μάιο του 2018, η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών δημοσίευσε ένα υπόμνημα, γραμμένο από τον Χένρι Κίσινγκερ, που χρονολογείται από τον Απρίλιο του 1974 (όταν υπηρετούσε ως Υπουργός Εξωτερικών), επιβεβαιώνοντας ότι η ηγεσία του βραζιλιάνικου στρατιωτικού καθεστώτος γνώριζε πλήρως τη δολοφονία αντιφρονούντων[7].
Υπολογίζεται ότι 434 άνθρωποι επιβεβαιωμένα είτε σκοτώθηκαν είτε αγνοούνται μόνιμα και 20.000 άνθρωποι βασανίστηκαν[8] κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας στη Βραζιλία. Ενώ ορισμένοι ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλοι ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός αριθμός ίσως είναι πολύ μεγαλύτερος και θα πρέπει να περιλαμβάνει χιλιάδες ιθαγενείς, που πέθαναν εξαιτίας της αμέλειας του καθεστώτος[9][10][11], οι Ένοπλες Δυνάμεις πάντα το αμφισβητούσαν.