Σπόριο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Στη βιολογία, ένα σπόριο είναι μια μονάδα εγγενούς ή αγενούς αναπαραγωγής, που έχει την δυνατότητα να προσαρμόζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ευνοείται τόσο η διασπορά του, όσο και η επιβίωσή του, σε περιπτώσεις δυσμενών συνθηκών και για χρονικά διαστήματα που συνήθως είναι αρκετά εκτεταμένα. Τα σπόρια αποτελούν μέρος των κύκλων ζωής πολλών φυτών, φυκιών, μυκήτων και πρωτόζωων. [1]
Τα βακτηριακά σπόρια δεν αποτελούν μέρος ενός κύκλου αναπαραγωγής, αλλά είναι ανθεκτικές δομές που χρησιμοποιούνται για την επιβίωση κάτω από δυσμενείς συνθήκες. Τα σπόρια των μυξόζωων απελευθερώνουν αμοιβαδοειδή μολυσματικά μικρόβια (amoebulae) στους ξενιστές, με στόχο την παρασιτική μόλυνσή τους. Επίσης, αναπαράγονται εντός των ξενιστών, από την ένωση δύο πυρήνων μέσα στο πλασμώδιο, το οποίο δημιουργείται από τα αμοιβαδοειδή μικρόβια. [2]
Στα φυτά, τα σπόρια είναι συνήθως απλοειδή και μονοκύτταρα και παράγονται από μείωση στο σποράγγειο ενός διπλοειδούς σπορόφυτου. Κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, το σπόριο μπορεί να εξελιχθεί σε νέο οργανισμό, χρησιμοποιώντας μιτωτική διαίρεση, που θα οδηγήσει στην παραγωγή ενός πολυκύτταρου γαμετόφυτου, το οποίο τελικά θα συνεχίσει να παράγει γαμέτες. Δύο γαμέτες συντήκονται για να σχηματίσουν έναν ζυγώτη, που εξελίσσεται σε ένα νέο σπορόφυτο. Αυτός ο κύκλος είναι γνωστός ως εναλλαγή γενεών.
Τα σπόρια των σπερματόφυτων παράγονται εσωτερικά και τόσο τα μεγασπόρια (που σχηματίζονται μέσα στα ωάρια), όσο και τα μικροσπόρια, εμπλέκονται στο σχηματισμό πιο πολύπλοκων δομών, που σχηματίζουν τις μονάδες διασποράς, τους σπόρους και τους κόκκους γύρης.