Σπερματοδόχος κύστη
κύστη στην οποία παράγονται ουσίες που αυξάνουν την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων / From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι σπερματοδόχες κύστεις (ονομάζονται επίσης σπερματοδόχοι αδένες) είναι ζεύγος δύο σπειροειδών σωληνοειδών αδένων που βρίσκονται πίσω από την ουροδόχο κύστη ορισμένων αρσενικών θηλαστικών. Εκκρίνουν υγρό που εν μέρει αποτελεί το σπέρμα.
Οι κύστεις έχουν μήκος 5-10 cm, διάμετρο 3–5 cm και βρίσκονται μεταξύ της ουροδόχου κύστης και του ορθού. Έχουν πολλαπλές εκβολές που περιέχουν εκκριτικούς αδένες, οι οποίοι ενώνονται μαζί με τα σπερματικά σωληνάρια στον εκσπερματικό πόρο. Λαμβάνουν αίμα από τη κυστεροσπερματική αρτηρία και παροχετεύονται στις κυστεοσπερματικές φλέβες. Οι αδένες είναι επενδεδυμένοι με στηλοειδή και κυβοειδή κύτταρα. Οι κύστεις υπάρχουν σε πολλές ομάδες θηλαστικών, αλλά όχι σε μαρσιποφόρα, μονοτρήματα ή σαρκοφάγα.
Η φλεγμονή των σπερματοδόχων κύστεων ονομάζεται σπερματοδόχος κυστίτιδα, τις περισσότερες φορές οφείλεται σε βακτηριακή λοίμωξη ως αποτέλεσμα σεξουαλικά μεταδιδόμενης ασθένειας ή μετά από χειρουργική επέμβαση. Η σπερματική κυστίτιδα μπορεί να προκαλέσει πόνο στο κάτω μέρος της κοιλιάς, στο όσχεο, στο πέος ή στο περιτόναιο, επώδυνη εκσπερμάτιση και αίμα στο σπέρμα. Συνήθως αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά, αν και μπορεί να απαιτεί χειρουργική παροχέτευση σε περίπλοκες περιπτώσεις. Άλλες καταστάσεις μπορεί να επηρεάσουν τις κύστεις, συμπεριλαμβανομένων συγγενών ανωμαλιών όπως ατελής σχηματισμός και, σπάνια, όγκοι.
Οι σπερματικές κύστεις έχουν περιγραφεί ήδη από τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. από τον Γαληνό.