Σάλτσα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Στη μαγειρική, σάλτσα είναι ένα υγρό ή ρευστό τρόφιμο, που σερβίρεται ή χρησιμοποιείται για την παρασκευή άλλων φαγητών.[1] Οι περισσότερες σάλτσες συνήθως δεν καταναλώνονται σκέτες, αλλά προσθέτουν γεύση, υγρασία ή οπτική ευχαρίστηση σε ένα πιάτο. Η λέξη σάλτσα προέρχεται από το λατινικό salsa, που σημαίνει "αλατισμένος" και ήρθε στα ελληνικά μέσω της ιταλικής γλώσσας. Φαίνεται ότι η παλαιότερη ευρωπαϊκή σάλτσα που έχει καταγραφεί στην ιστορία είναι ο γάρος, η σάλτσα ψαριού που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Ρωμαίοι, ενώ η ντουμπαντζιάνγκ,[2] η κινεζική πάστα από κόκκους σόγιας αναφέρεται από τον 3ο αιώνα π.Χ.
Για να γίνουν οι σάλτσες, χρειάζονται ένα υγρό συστατικό. Οι σάλτσες είναι απαραίτητο στοιχείο στις κουζίνες όλου του κόσμου.
Οι σάλτσες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για γλυκά ή αλμυρά πιάτα. Μπορούν να παρασκευαστούν και να σερβιριστούν κρύες, όπως η μαγιονέζα, να παρασκευαστούν κρύες, αλλά να σερβιριστούν χλιαρές όπως το πέστο, να παρασκευαστούν και να σερβιριστούν ζεστές όπως η μπεσαμέλ ή να παρασκευαστούν και να σερβιριστούν κρύες όπως η σάλτσα μήλου. Μπορεί να παρασκευαστούν λίγο πριν από το σερβίρισμα, ειδικά στα εστιατόρια, αλλά σήμερα πολλές σάλτσες πωλούνται προκατασκευασμένες και συσκευασμένες όπως η σάλτσα Worcestershire, η σάλτσα HP, η σάλτσα σόγιας ή η κέτσαπ. Οι σάλτσες για σαλάτες ονομάζονται συνήθως σος, από τη γαλλική λέξη sauce.[3]