Ρωσική φρουρά
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η ρωσική φρουρά (ρωσικά: Русская гвардия) ή ρωσική αυτοκρατορική φρουρά (ρωσικά: Российская императорская гвардия), επίσημα γνωστή ως σωματοφυλακή (ρωσικά: Лейб-гвардия), ήταν στρατιωτικές μονάδες που υπηρετούσαν ως προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα της Ρωσίας. Ο Μέγας Πέτρος ίδρυσε τις πρώτες μονάδες που ακολούθησαν την προυσιανή πρακτική στη δεκαετία του 1690, για να αντικαταστήσουν τους πολιτικά αναξιόπιστους Στρέλτσι. Η ρωσική φρουρά αυξήθηκε στη συνέχεια σε μέγεθος και ποικιλομορφία για να γίνει ένα επίλεκτο σώμα όλων των κλάδων στο εσωτερικό του αυτοκρατορικού στρατού εν αντιθέσει με τα οικία στρατεύματα με άμεση παρουσία στον Τσάρο. Πολλοί σύνδεσμοι όμως διατηρήθηκαν με την αυτοκρατορική οικογένεια και το μεγαλύτερο μέρος των συνταγμάτων της ρωσικής φρουράς στάθμευαν μέσα και γύρω από την Αγία Πετρούπολη σε καιρό ειρήνης.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Στις αρχές του 20ού αιώνα, η ρωσική αυτοκρατορική φρουρά αποτελούνταν από 13 συντάγματα πεζικού, 4 συντάγματα τυφεκιοφόρων και 14 συντάγματα ιππικού, πυροβολικό, μηχανικό και μεταφορές. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης Μπρουσιλόφ οι μονάδες της 1ης και 2ης φρουράς εντάχθηκαν στο στράτευμα και από το Σεπτέμβριο του 1916 ήταν γνωστές ως «Ειδικός Στρατός».[1] Το Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1917 οι άμυνες των εφεδρικών ταγμάτων της αυτοκρατορικής φρουράς που έδρευαν στην Πετρούπολη ήταν ένας σημαντικός παράγοντας στην ανατροπή της τσαρικής κυβέρνησης. Οι μονάδες υπηρεσίας της φρουράς στο μέτωπο αποσυντέθηκαν μαζί με το υπόλοιπο του αυτοκρατορικού στρατού μέχρι να αντικατασταθεί επισήμως από το νέο Κόκκινο Στρατό στις 28 Ιανουαρίου 1918.