Πενταρχία
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Πενταρχία (Pentarchía, από το "πέντε ἄρχειν") είναι ένα μοντέλο οργάνωσης της Εκκλησίας που διατυπώθηκε στους νόμους του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' (527–565) της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σε αυτό το μοντέλο, η Χριστιανική Εκκλησία διοικείται από τους αρχηγούς (πατριάρχες) των πέντε μεγάλων επισκοπικών καθεδρών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Η ιδέα προέκυψε λόγω της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξέχουσας θέσης αυτών των πέντε εδρών, αλλά η έννοια της καθολικής και αποκλειστικής εξουσίας τους συνδέθηκε με προηγούμενες ελληνοχριστιανικές ιδέες διοίκησης. [1] Η πενταρχία εκφράστηκε για πρώτη φορά νομικά στη νομοθεσία του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α', ιδιαίτερα στη Novella 131. Η Πενθέκτη Σύνοδος του 692 του έδωσε επίσημη αναγνώριση και κατέταξε τις έδρες κατά σειρά υπεροχής, αλλά η οργάνωσή της παρέμεινε εξαρτημένη από τον Αυτοκράτορα, όπως όταν ο Λέων Γ΄ Ίσαυρος άλλαξε τα όρια της πατριαρχικής δικαιοδοσίας μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. [2] [3] Ιδιαίτερα μετά την Πενθέκτη, η πενταρχία ήταν τουλάχιστον φιλοσοφικά αποδεκτή στην Ανατολική Ορθοδοξία, αλλά γενικά όχι στη Δύση, η οποία απέρριψε τη Σύνοδο και την έννοια της πενταρχίας. [4]
Η μεγαλύτερη εξουσία αυτών των εδρών σε σχέση με άλλες ήταν συνδεδεμένη με την πολιτική και εκκλησιαστική εξέχουσα θέση τους. Όλες βρίσκονταν σε σημαντικές πόλεις και περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ήταν σημαντικά κέντρα της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια ήταν εξέχουσες από την εποχή του πρώιμου χριστιανισμού, ενώ η Κωνσταντινούπολη ήρθε στο προσκήνιο όταν έγινε η αυτοκρατορική κατοικία τον 4ο αι. Στη συνέχεια κατατάχθηκε σταθερά αμέσως μετά τη Ρώμη. Η Ιερουσαλήμ έλαβε τελετουργικό μέρος λόγω της σημασίας της πόλης στις πρώτες ημέρες του Χριστιανισμού. Ο Ιουστινιανός και η Πενθέκτη Σύνοδος απέκλεισαν από την πενταρχική τους διάταξη εκκλησίες εκτός της Αυτοκρατορίας, όπως την τότε ακμάζουσα Εκκλησία της Ανατολής στην Περσία των Σασανιδών, την οποία θεωρούσαν αιρετική. Εντός της Αυτοκρατορίας αναγνώριζαν μόνο τους Χαλκηδόνιους (ή Μελχίτες) κατέχοντες, θεωρώντας ως παράνομους τους μη Χαλκηδόνιους διεκδικητές της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας.
Εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των εδρών, και ιδιαίτερα ο ανταγωνισμός μεταξύ της Ρώμης (η οποία θεωρούσε τον εαυτό της κυρίαρχο σε όλη την Εκκλησία) και της Κωνσταντινούπολης (η οποία άρχισε να κυριαρχεί στις άλλες ανατολικές έδρες και που έβλεπε τον εαυτό της ως ίση με τη Ρώμη, με τη Ρώμη «πρώτη μεταξύ ίσων»), εμπόδισε την πενταρχία να γίνει λειτουργική διοικητική πραγματικότητα. Οι ισλαμικές κατακτήσεις της Αλεξάνδρειας, της Ιερουσαλήμ και της Αντιόχειας τον 7ο αι. άφησαν την Κωνσταντινούπολη τη μόνη πρακτικά αρχή στην Ανατολή, και στη συνέχεια η έννοια της «πενταρχίας» διατήρησε πιο πολύ συμβολική σημασία.
Οι εντάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, που κορυφώθηκαν με το Σχίσμα Ανατολής-Δύσης, και η άνοδος ισχυρών, σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητων μητροπολιτικών εδρών και πατριαρχείων έξω από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στη Βουλγαρία, και αργότερα στη Σερβία, επίσης στη Ρωσία, διέβρωσαν τη σημασία των παλαιών αυτοκρατορικών καθεδρών. Σήμερα, μόνο οι έδρες της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης εξακολουθούν να έχουν εξουσία σε μία ολόκληρη μεγάλη Χριστιανική Εκκλησία, η πρώτη είναι ο επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας και η δεύτερη έχει συμβολική ηγεμονία στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Από τις τρεις επισκοπές που η Α' Σύνοδος της Νίκαιας έπρεπε να αναγνωρίσει ότι είχαν τέτοια υπερ-επαρχιακή εξουσία, η Ρώμη είναι αυτή για την οποία διακρίνονται τα περισσότερα στοιχεία. Η εκκλησία στη Ρώμη παρενέβη σε άλλες κοινότητες για να βοηθήσει στην επίλυση των συγκρούσεων. [5] Ο πάπας Κλήμης Α' το έκανε στην Κόρινθο στα τέλη του 1ου αι. [6] Στις αρχές του 2ου αι. ο Ιγνάτιος επίσκοπος Αντιοχείας, κάνει λόγο για την Εκκλησία της Ρώμης ως «προεδρεύουσα στην περιοχή των Ρωμαίων» (ἥτις προκάθηται ἐν τόπῳ χωρίου Ῥωμαίων). [6] Στα τέλη εκείνου του αιώνα, ο πάπας Βίκτωρ Α' απείλησε να αφορίσει τους ανατολικούς επισκόπους, που συνέχισαν να εορτάζουν το Πάσχα στις 14 Νισάν και όχι την επόμενη Κυριακή. [7]
Οι πρώτες μαρτυρίες για την άσκηση εξουσίας από την Αντιόχεια έξω από τη δική της επαρχία της Συρίας, χρονολογούνται στα τέλη του 2ου αι., όταν ο Σεραπίων Αντιοχείας επενέβη στη Ρωσό, μία πόλη της Κιλικίας, και επίσης χειροτόνησε τον τρίτο επίσκοπο της Έδεσσας, έξω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι επίσκοποι που συμμετείχαν στις συνόδους, που έγιναν στην Αντιόχεια στα μέσα του 3ου αι., προέρχονταν όχι μόνο από τη Συρία, αλλά και από την Παλαιστίνη, την Αραβία και την ανατολική Μικρά Ασία. Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας μίλησε γι' αυτούς τους επισκόπους ότι αποτελούν την «επισκοπή της Ανατολής», αναφέροντας κατ' αρχήν τον Δημητριανό, επίσκοπο Αντιοχείας.
Στην Αίγυπτο και στα κοντινά αφρικανικά εδάφη ο επίσκοπος Αλεξανδρείας ήταν αρχικά ο μόνος μητροπολίτης. Όταν εγκαταστάθηκαν εκεί άλλες μητροπολιτικές έδρες, ο επίσκοπος Αλεξανδρείας έγινε γνωστός ως αρχιμητροπολίτης. Στα μέσα του 3ου αι. ο Ηρακλάς Αλεξανδρείας άσκησε την εξουσία του ως αρχιμητροπολίτης, καθαιρώντας και αντικαθιστώντας τον επίσκοπο Θμούιδος.