Νέα Ολλανδία
Χώρες, πολιτικά / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Νέα Ολλανδία ή Νέες Κάτω Χώρες (ολλανδικά: Nieuw Nederland) ήταν αποικία που κατείχε τον 17ο αιώνα η Ολλανδική Δημοκρατία σε εδάφη της σημερινής ανατολικής ακτής των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα ολλανδικά εδάφη εκτείνονταν από τη Χερσόνησο Ντελμάρβα μέχρι το νοτιοδυτικό Ακρωτήριο Κοντ, ενώ τα εδάφη της πρώην αποικίας είναι σήμερα μέρος της Νέας Υόρκης, του Νιου Τζέρσεϋ, του Ντέλαγουερ και του Κονέκτικατ, καθώς και μερικώς της Πενσυλβάνια και του Ρόουντ Άιλαντ.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Η αποικία ιδρύθηκε το 1621 από την Ολλανδική Εταιρεία Δυτικών Ινδιών (WIC) με στόχο να συμμετάσχει στο βορειοαμερικανικό εμπόριο γούνας. Η συγκρότηση ακολούθησε σχετικά αργούς ρυθμούς, εξαιτίας της κακής πολιτικής διαχείρισης από την Εταιρεία και των συγκρούσεων με τους Ινδιάνους. Η αποικία της Νέας Σουηδίας, που βρισκόταν υπό τη διαχείριση της Σουηδικής Νότιας Εταιρείας, γειτόνευε με τα νότια εδάφη της Νέας Ολλανδίας, ενώ τα βόρεια σύνορά της επανασχεδιάστηκαν λόγω της επεκτατικής Συνομοσπονδίας της Νέας Αγγλίας.
Η αποικία γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1650 και έγινε πολύ σημαντικός εμπορικός σταθμός στον βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό. Το 1664 οι Άγγλοι επιτέθηκαν και κατέλαβαν το Νέο Άμστερνταμ, συμβάλλοντας στον Β΄ Αγγλο-Ολλανδικό Πόλεμο. Το 1673 οι Ολλανδοί ανέκτησαν την περιοχή, αλλά την παρέδωσαν στους Άγγλους με τη Συνθήκη του Ουέστμινστερ (1674), με την οποία τερματίστηκε ο Γ΄ Αγγλο-Ολλανδικός Πόλεμος.
Οι κάτοικοι της Νέας Ολλανδίας ήταν Ευρωπαίοι έποικοι, Αμερικανοί Ινδιάνοι και Αφρικανοί, που εισήχθησαν ως εργάτες-σκλάβοι. Ο εκτιμώμενος πληθυσμός της αποικίας κατά τη στιγμή της παραχώρησης στην Αγγλία το 1674 ήταν μεταξύ 7.000 και 8.000 κατοίκων, οι μισοί από τους οποίους θεωρείται ότι δεν ήταν ολλανδικής καταγωγής.[1]