Μπετίνο Κράξι
Ιταλός πολιτικός / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μπετίνο Κράξι (ιταλικά: Benedetto "Bettino" Craxi), (ιταλική προφορά: [betˈtiːno ˈkraksi]), (Μιλάνο, 24 Φεβρουαρίου 1934 – Χάμμαμετ, Τυνησία, 19 Ιανουαρίου 2000)[14] ήταν Ιταλός πολιτικός, επικεφαλής του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος από το 1976 έως το 1993, και πρωθυπουργός της χώρας (ο τρίτος σοσιαλιστής στα χρονικά) από το 1983 έως το 1987. Ηγήθηκε της τρίτης μακροβιότερης κυβέρνησης στην Ιταλική Δημοκρατία και θεωρείται ένας από τους πιο ισχυρούς και εξέχοντες πολιτικούς της αποκαλούμενης Πρώτης Ιταλικής Δημοκρατίας.[15].
Ο Κράξι συμμετείχε σε έρευνες που διεξήχθησαν από δικαστές κατά την διάρκεια της Επίχειρησης καθαρά χέρια (Mani Pulite) στο Μιλάνο, και τελικά καταδικάστηκε για πολιτική διαφθορά και παράνομη χρηματοδότηση του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος.[16] Πάντα απέρριπτε τις κατηγορίες για διαφθορά που του αποδίδονταν ενώ παραδεχόταν την παράνομη χρηματοδότηση που επέτρεψαννα έχει μία δαπανηρή πολιτική δραστηριότητα, καθώς το Σοσιαλιστικό Κόμμα ήταν λιγότερο ισχυρό οικονομικά από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, τη Χριστιανική Δημοκρατία (DC) και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCI). [17] Η κυβέρνηση και το κόμμα του Κράξι υποστηρίχθηκαν επίσης από τον μελλοντικό πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης και προσωπικό φίλο του Κράξι.[18][19] Διατήρησε ισχυρούς δεσμούς με πολλούς ηγέτες της ευρωπαϊκής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων των Φρανσουά Μιτεράν, Φελίπε Γκονζάλεθ, Ανδρέα Παπανδρέου και Μάριο Σοάρες, και ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους του μεσογειακού ή νοτιοευρωπαϊκού σοσιαλισμού.[20][21][22] Οι υποστηρικτές του Κράξι επαίνεσαν ιδιαίτερα την εξωτερική του πολιτική, η οποία ήταν δυναμική και συχνά οδηγούσε σε αντιπαραθέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, σε ζητήματα όπως το παλαιστινιακό ζήτημα, η τρομοκρατία και οι στενές σχέσεις του Κράξι με τις αραβικές σοσιαλιστικές κυβερνήσεις.[23]
Ο Κράξι είχε συχνά το παρατσούκλι il Cinghialone ("Ο Μεγάλος Κάπρος") λόγω του σωματικού του μεγέθους.[24][25] Αυτό το όνομα του δόθηκε από τον μακροχρόνιο σύμμαχό του και αντίπαλό του την ίδια εποχή, τον ηγέτη των Χριστανοδημοκρατών Τζούλιο Αντρεότι.[26]