Μαξιμίλιαν φον Βάιξ
Στρατάρχης του Γ΄ Ράιχ / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μαξιμίλιαν φον Βάιξ [lower-greek 1] (12 Νοεμβρίου 1881 – 27 Σεπτεμβρίου 1954, απαντάται και ως Μαξιμίλιαν φον Βάιχς) ήταν Γερμανός στρατιωτικός, που κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έφτασε τον βαθμό του στρατάρχη. Ήταν γνωστός για τα βάρβαρα αντίποινα κατά του άμαχου πληθυσμού. Για παράδειγμα, για κάθε Γερμανό στρατιώτη ο οποίος τραυματιζόταν, είχε εκδώσει οδηγία να σκοτώνονται 100 ντόπιοι άντρες.[3]
Μαξιμίλιαν φον Βάιξ | |
---|---|
Ψευδώνυμο | «Αντιαεροπορικός Στρατηγός»[1] |
Γέννηση | 12 Νοεμβρίου 1881 Ντέσαου, Δουκάτο του Άνχαλτ, Γερμανικό Ράιχ |
Θάνατος | 27 Σεπτεμβρίου 1954 (ετών 72) Πύργος Ρέσμπεργκ στο Μπόρνχαϊμ–Ρέσμπεργκ, Δυτική Γερμανία |
Ενταφιασμός | Οικογενειακός τάφος των Βάιξ, Παλαιό Κοιμητήριο του Ρέσμπεργκ |
Χώρα | Γερμανικό Ράιχ ! Γερμανικό Ράιχ Δημοκρατία της Βαϊμάρης ! Δημοκρατία της Βαϊμάρης Ναζιστική Γερμανία ! Ναζιστική Γερμανία |
Κλάδος | Ράιχσχεερ (1900–1918) Ράιχσβερ (1919–1935) Βέρμαχτ (1935–1945) |
Εν ενεργεία | 1900–1945 |
Βαθμός | [ ]] (Generalfeldmarschall) |
Διοικήσεις | XIII Σώμα Στρατού, 2η Στρατιά, Ομάδα Στρατιών «B», Ομάδα Στρατιών «F» |
Μάχες/πόλεμοι | Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος Εξέγερση του Ρουρ
|
Τιμές | Σταυρός των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού με Φύλλα Δρυός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Προτείνεται το λήμμα με τίτλο «Μαξιμίλιαν φον Βάιξ» να μετακινηθεί υπό τον τίτλο «Μαξιμίλιαν φον Βάικς». Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. → (μετονομασία) |
Γόνος παλιάς γερμανικής αριστοκρατικής οικογένειας, Βαυαρός στην καταγωγή και πιστός καθολικός, ο Βάιξ γεννήθηκε στο Ντέσαου. Έμεινε ορφανός από πατέρα σε νεαρή ηλικία και ακολούθησε τη σταδιοδρομία του αξιωματικού του Ιππικού. Ήταν από τους ελάχιστους που επελέγησαν για επιτελική εκπαίδευση στον Αυτοκρατορικό Γερμανικό Στρατό και από τους ακόμη λιγότερους που κατάφεραν να την ολοκληρώσουν επιτυχώς.[4] Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε μέρος υπηρετώντας σε επιτελικές θέσεις μεγάλων σχηματισμών, τελειώνοντας τον πόλεμο ως πολυπαρασημοφορημένος λοχαγός του Γενικού Επιτελείου σε Σώμα Στρατού. Εξασφαλίζοντας την παραμονή του στον «Στρατό των 100.000 ανδρών» και των 4.000 αξιωματικών που επέβαλε η Συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία, κατέλαβε κατά τη δεκαετία του 1920 επιτελικές θέσεις σε διάφορους σχηματισμούς Ιππικού. Από το 1928 και έπειτα κατέλαβε διοικητικές θέσεις. Όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία το 1933, ο Βάιξ ήταν ήδη Συνταγματάρχης. Τα επόμενα χρόνια διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη των σχηματισμών τεθωρακισμένων της Βέρμαχτ.
Διοικητής Σώματος Στρατού όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Βάιξ ηγήθηκε του Σώματός του στην Πολωνική Εκστρατεία, καταλαμβάνοντας το Λβοφ και λαμβάνοντας μέρος στην πολιορκία της Βαρσοβίας. Ως διοικητής της 2ης Στρατιάς ξεχώρισε στην εισβολή στη Γαλλία το 1940 και κέρδισε τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού. Επικεφαλής της ίδιας Στρατιάς κατέλαβε τη Γιουγκοσλαβία σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τον Απρίλιο του 1941. Για την αντιμετώπιση των Γιουγκοσλάβων ανταρτών γρήγορα εξέδωσε σκληρές διαταγές αντιποίνων για εκτελέσεις αμάχων πολιτών. Κατά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση οι μονάδες του Βάιξ συνέλαβαν εκατοντάδες χιλιάδες αιχμαλώτους, πριν σταματήσουν μπροστά από τη Μόσχα. Ως διάδοχος του Στρατάρχη Φέντορ φον Μποκ ανέλαβε καθήκοντα διοικητή της Ομάδας Στρατιών «Β» τον Ιούλιο του 1942 και συνέδεσε το όνομά του με την καταστροφή της 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ, λίγο μετά το πέρας της οποίας προήχθη σε στρατάρχη.
Μετά από ανενεργό παραμονή εβδομάδων στην εφεδρεία, ο Βάιξ ανέλαβε καθήκοντα Ανώτατου Διοικητή Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ομάδας Στρατιών «F» στα Βαλκάνια. Είχε μερική επιτυχία στον αφοπλισμό των ιταλικών στρατευμάτων, όταν τα τελευταία αποχώρησαν από τον πόλεμο το 1943 και στην ανελέητη καταπολέμηση των Γιουγκοσλάβων και Ελλήνων ανταρτών, τόσο με στρατιωτικά όσο και με διπλωματικά μέσα. Το 1944/45 επέβλεψε τις σκληρές μάχες με τους Σοβιετικούς και τους αντάρτες του Τίτο, ενώ οργάνωσε την τακτική υποχώρηση των μονάδων του μέσω των Βαλκανίων κόντρα στις εντολές του Χίτλερ, πριν συνταξιοδοτηθεί τον Μάρτιο του 1945.
Στις 2 Μαΐου 1945 περιήλθε σε αμερικανική αιχμαλωσία. Επρόκειτο να προσαχθεί για εκτελέσεις αμάχων και άλλα εγκλήματα πολέμου στη Νυρεμβέργη, αλλά οι Σύμμαχοι για λόγους υγείας διέκοψαν τις ποινικές διαδικασίες εναντίον του και τον απελευθέρωσαν το καλοκαίρι του 1949. Έζησε τα τελευταία του χρόνια στην αφάνεια, πεθαίνοντας σε ηλικία 72 ετών το 1954, στην οικία των προγόνων του, στον Πύργο Ρέσμπεργκ στο Μπόρνχαϊμ–Ρέσμπεργκ κοντά στη Βόννη.