Μάχη της Καλαβρύης
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μάχη της Καλαβρύης στην Αναολική Θράκη διεξήχθη το 1078 μεταξύ των Βυζαντινών Αυτοκρατορικών δυνάμεων του στρατηγού (και μελλοντικού Αυτοκράτορα) Αλέξιου (Α΄) Κομνηνού και του επαναστατημένου κυβερνήτη του Δυρραχίου Νικηφόρου Βρυέννιου του Πρεσβύτερου. Ο Βρυέννιος είχε επαναστατήσει εναντίον του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (βασ. 1071–1078) και είχε κερδίσει την πίστη των τακτικών συνταγμάτων του Βυζαντινού στρατού στα Βαλκάνια. Ακόμη και μετά την ανατροπή του Δούκα από τον Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη (βασ. 1078–1081), ο Βρυέννιος συνέχισε την εξέγερσή του και απείλησε την Κωνσταντινούπολη. Μετά από αποτυχημένες διαπραγματεύσεις, ο Νικηφόρος Γ΄ έστειλε τον νεαρό στρατηγό Αλέξιο, με όσες δυνάμεις μπορούσε να συγκεντρώσει ,για να τον αντιμετωπίσει.
Οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν στις Καλαβρύες στον ποταμό Αλμυρό στη σημερινή Ανατολική Θράκη. Ο Αλέξιος, του οποίου ο στρατός ήταν πολύ μικρότερος και πολύ λιγότερο έμπειρος, προσπάθησε να στήσει ενέδρα στον στρατό του Βρυέννιου. Η ενέδρα απέτυχε και οι πτέρυγες του δικού του στρατού εκδιώχθηκαν πίσω από τους εξεγερθέντες. Ο Αλέξιος μετά βίας κατάφερε να περάσει μαζί με την προσωπική του ακολουθία, αλλά μπόρεσε να ανασυντάξει τους διασκορπισμένους άνδρες του. Ταυτόχρονα, και παρόλο που φαινομενικά κέρδισε τη μάχη, ο στρατός του Bρυέννιου έπεσε σε αταξία, αφού οι δικοί του σύμμαχοι Πετσενέγκοι επιτέθηκαν στο στρατόπεδό του. Ενισχυμένος από Σελτζούκους μισθοφόρους, ο Αλέξιος παρέσυρε τα στρατεύματα τού Βρυέννιου σε άλλη ενέδρα, μέσα από μια προσποιητή υποχώρηση. Ο εξεγερμένος στρατός διερράγη και ο Βρυέννιος αιχμαλωτίστηκε.
Η μάχη είναι γνωστή μέσω δύο λεπτομερών αφηγήσεων, της Αλεξιάδας της Άννας Κομνηνής και της Ύλης Ιστορίας τής συζύγου τού Νικηφόρου Βρυέννιου του Νεότερου, στις οποίες βασίζεται σε μεγάλο βαθμό η αφήγηση της Άννας. Είναι μια από τις λίγες Βυζαντινές μάχες, που περιγράφονται λεπτομερώς και ως εκ τούτου μια πολύτιμη πηγή για τη μελέτη της τακτικής του Βυζαντινού στρατού στα τέλη του 11ου αι. [1]
Μετά την ήττα στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 από τους Σελτζούκους και την ανατροπή του Ρωμανού Δ΄ Διογένη (βασ. 1068–1071), η Βυζαντινή Αυτοκρατορία γνώρισε μια δεκαετία σχεδόν συνεχών εσωτερικών αναταραχών και εξεγέρσεων. Ο συνεχής πόλεμος εξάντλησε τους στρατούς της Αυτοκρατορίας, κατέστρεψε τη Μ. Ασία και την άφησε ανυπεράσπιστη έναντι της αυξανόμενης καταπάτησης των Τούρκων. Στα Βαλκάνια, οι εισβολές των Πετσενέγων και των Κουμάνων κατέστρεψαν τη Βουλγαρία και οι Σέρβοι πρίγκιπες απαρνήθηκαν την πίστη τους στην Αυτοκρατορία. [2]
Η διακυβέρνηση του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (βασ. 1071–1078) απέτυχε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αποτελεσματικά και έχασε γρήγορα την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας. Στα τέλη του 1077, δύο από τους κορυφαίους στρατηγούς της Αυτοκρατορίας, ο Νικηφόρος Βρυέννιος ο Πρεσβύτερος, δούξ του Δυρραχίου στα δυτικά Βαλκάνια, και ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, στρατηγός του Ανατολικού Θέματος στην κεντρική Μ. Ασία, ανακηρύχθηκαν αυτοκράτορες από τα στρατεύματά τους. Ο Βρυέννιος ξεκίνησε από το Δυρράχιο προς την Αυτοκρατορική πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη, κερδίζοντας ευρεία υποστήριξη στην πορεία και την πίστη του μεγαλύτερου μέρους του βαλκανικού στρατού της Αυτοκρατορίας. Στην αρχή προτίμησε να διαπραγματευτεί, αλλά οι προσφορές του απορρίφθηκαν από τον Μιχαήλ Ζ΄. Τότε ο Βρυέννιος έστειλε τον αδελφό του Ιωάννη να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ανίκανοι να ξεπεράσουν τις οχυρώσεις της, οι εξεγερμένες δυνάμεις σύντομα αποσύρθηκαν. Αυτή η αποτυχία οδήγησε τους ευγενείς της πρωτεύουσας να στραφούν στον Βοτανειάτη: τον Μάρτιο του 1078 ο Μιχαήλ Ζ΄ αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να αποσυρθεί ως μοναχός και ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης έγινε δεκτός στην πόλη ως Αυτοκράτορας. [3]
Στην αρχή, ο Βοτανειάτης δεν είχε αρκετά στρατεύματα για να αντιταχθεί στον Βρυέννιο, ο οποίος στο μεταξύ είχε εδραιώσει τον έλεγχό του στην πατρίδα του τη Θράκη, απομονώνοντας ουσιαστικά την πρωτεύουσα από την υπόλοιπη Αυτοκρατορική επικράτεια στα Βαλκάνια. Ο Βοτανειάτης έστειλε πρεσβεία υπό τον πρόεδρο Κωνσταντίνο Χοιροσφάκτη, βετεράνο διπλωμάτη, για να διεξαγάγει διαπραγματεύσεις με τον Βρυέννιο. Ταυτόχρονα διόρισε τον νεαρό Αλέξιο Κομνηνό ως Αρχηγό των Σχολών (Στρατευμάτων) του και ζήτησε βοήθεια από τον Σελτζούκο σουλτάνο Σουλεϊμάν, ο οποίος έστειλε 2.000 πολεμιστές και υποσχέθηκε ακόμη περισσότερους. [4] Στο μήνυμά του προς τον Βρυέννιο, ο ηλικιωμένος Βοτανειάτης (76 ετών κατά την άνοδό του) του πρόσφερε τον βαθμό του καίσαρα και την υποψηφιότητά του ως διάδοχου του θρόνου. Ο Βρυέννιος συμφώνησε κατ' αρχήν, αλλά πρόσθεσε μερικούς δικούς του όρους και έστειλε τους πρεσβευτές πίσω στην Κωνσταντινούπολη για επιβεβαίωση. Ο Βοτανειάτης, ο οποίος πιθανότατα είχε ξεκινήσει διαπραγματεύσεις μόνο για να κερδίσει χρόνο, απέρριψε τους όρους του Βρυέννιου και διέταξε τον Αλέξιο Κομνηνό να εκστρατεύσει κατά του εξεγερμένου. [5]