Μάριαν Άντερσον
Αφροαμερικανή κοντράλτο / From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μάριαν Άντερσον (αγγλικά: Marian Anderson, 27 Φεβρουαρίου 1897 – 8 Απριλίου 1993)[20] ήταν Αφροαμερικανίδα κοντράλτο. Το ρεπερτόριό της περιελάμβανε οπερατικά έργα, κύκλους τραγουδιών της λόγιας δυτικής μουσικής, αλλά και λαϊκά αφροαμερικανικά τραγούδια. Τραγούδησε συνοδεία κορυφαίων ορχηστρών εμφανιζόμενη σε σπουδαίους συναυλιακούς χώρους στις ΗΠΑ και την Ευρώπη από το 1925 ως το 1965.
Η Άντερσον υπήρξε σύμβολο του αγώνα για την κατάρριψη των φυλετικών διακρίσεων στις ΗΠΑ κατά τα μέσα του εικοστού αιώνα.[21] Το 1939, η συντηρητική οργάνωση «Κόρες της Αμερικανικής Επανάστασης» (Daughters of the American Revolution) απαγόρευσαν στην Άντερσον να τραγουδήσει για μεικτό κοινό μαύρων και λευκών στην Ουάσιγκτον. Μετά το συμβάν αυτό, η κοντράλτο απέκτησε διεθνή φήμη ασυνήθιστη για μουσικό της λόγιας δυτικής μουσικής.[22] Εν τέλει, έπειτα από παρέμβαση της Πρώτης Κυρίας των ΗΠΑ Έλινορ Ρούζβελτ και του συζύγου της, Προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ, η Άντερσον έδωσε μια εξαιρετικά επιτυχημένη υπαίθρια συναυλία την Κυριακή του Πάσχα, 9 Απριλίου 1939, στα σκαλιά του Μνημείου Λίνκολν στην Ουάσινγκτον. Εκεί, τραγούδησε μπροστά σε ένα μεικτό κοινό αποτελούμενο από περίπου 75.000 άτομα, με τη ραδιοφωνική μετάδοση της συναυλίας να προσελκύει εκατομμύρια ακροατές.
Στις 7 Ιανουαρίου 1955, η Άντερσον έγινε η πρώτη Αφροαμερικανίδα τραγουδίστρια που εμφανίστηκε στη Μητροπολιτική Όπερα. Περαιτέρω, εργάστηκε ως εκπρόσωπος της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών και ως Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως για το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, δίνοντας συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Συμμετείχε στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα τη δεκαετία του 1960, τραγουδώντας στη μνημειώδη Πορεία στην Ουάσινγκτον για Εργασία και Ελευθερία το 1963. Έλαβε πλήθος βραβείων και διακρίσεων, μεταξύ των οποίων το πρώτο Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας το 1963, το Χρυσό Μετάλλιο του Κογκρέσου το 1977, το Βραβείο Κέντρου Κέννεντυ το 1978, το Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών το 1986 και το Βραβείο Γκράμι Συνολικής Προσφοράς το 1991.
Παντρεύτηκε τον αρχιτέκτονα Ορφέα Χ. «Κινγκ» Φίσερ το 1943 και έζησαν μαζί για 43 έτη ως τον θάνατό του το 1986. Απεβίωσε στο Πόρτλαντ του Όρεγκον στις 8 Απριλίου 1993 από καρδιακή ανεπάρκεια, στην ηλικία των 96 ετών.