Κινίνη
From Wikipedia, the free encyclopedia
Από τον φλοιό των δένδρων του είδους κιγχόνη η ερυθρόχυμος (Cinchona succirubra), το οποίο έγινε πρώτα γνωστό από τη Νότια Αμερική, λαμβάνονται πολλά αλκαλοειδή, εκ των οποίων το σημαντικότερο είναι η κινίνη, που επί πολλά χρόνια ήταν το μοναδικό φάρμακο για την ελονοσία. Η κινίνη, επειδή επιβραδύνει τη συχνότητα των καρδιακών παλμών, έχει αντικατασταθεί και σήμερα προτιμάται ένα ισομερές της, η κινιδίνη.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ονομασία IUPAC | |
---|---|
(R)-(6-Methoxyquinolin-4-yl)[(1S,2S,4S,5R)-5-vinylquinuclidin-2-yl]methanol | |
Κλινικά δεδομένα | |
Προφορά | US /ˈkwaɪnaɪn/, /kwɪˈniːn/ or UK /ˈkwɪniːn/ KWIN-een |
Εμπορικές ονομασίες | Qualaquin, Quinbisul, others[1] |
AHFS/Drugs.com | monograph |
MedlinePlus | a682322 |
Δεδομένα άδειας | |
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |
Οδοί χορήγησης | από το στόμα, ενδομυϊκά, ενδοφλέβια, απο το ορθό |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Πρωτεϊνική σύνδεση | 70–95%[3] |
Μεταβολισμός | Συκώτι (mostly CYP3A4 and CYP2C19-mediated) |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 8–14 hours (ενήλικες), 6–12 hours (παιδιά)[3] |
Απέκκριση | Kidney (20%) |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 130-95-0 Y |
Κωδικός ATC | M09AA01 P01BC01 |
PubChem | CID 8549 |
IUPHAR/BPS | 2510 |
DrugBank | DB00468 Y |
ChemSpider | 84989 Y |
UNII | A7V27PHC7A Y |
KEGG | D08460 Y |
ChEBI | CHEBI:15854 N |
ChEMBL | CHEMBL170 Y |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C20H24N2O2 |
Μοριακή μάζα | 324,42 g·mol−1 |
[H][C@@]1([C@@H](C2=CC=NC3=CC=C(C=C23)OC)O)C[C@@H]4CC[N@]1C[C@@H]4C=C | |
InChI=1S/C20H24N2O2/c1-3-13-12-22-9-7-14(13)10-19(22)20(23)16-6-8-21-18-5-4-15(24-2)11-17(16)18/h3-6,8,11,13-14,19-20,23H,1,7,9-10,12H2,2H3/t13-,14-,19-,20+/m0/s1 Y Key:LOUPRKONTZGTKE-WZBLMQSHSA-N Y | |
Φυσικά στοιχεία | |
Σημείο τήξης | 177 °C (351 °F) |
NY (what is this?) (verify) |
Το 1631 καταγράφεται ιστορικά η πρώτη χρήση του φλοιού της κιγχόνης για τη θεραπεία της ελονοσίας στην Ευρώπη (στη Ρώμη). Η ελονοσία ήταν μια συχνά θανατηφόρα ασθένεια και αρκετοί ανώτατοι ιερείς (καρδινάλιοι, αρκετοί Πάπες) είχαν πεθάνει από ελονοσία, αφού η νόσος ήταν ενδημική στους βαλτότοπους γύρω από τη Ρώμη. Αυτός που εισήγαγε τη θεραπεία της ελονοσίας με τον φλοιό της κιγχόνης υπήρξε κυρίως ο Ιησουΐτης ιερέας Agostino Salumbrino (1561-1642), που είχε ζήσει στη Λίμα του Περού και είχε γνωρίσει τη φαρμακευτική χρήση του φλοιού κιγχόνης από τους Ινδιάνους Κέτσουα.