Καταναγκαστική εργασία υπό τη γερμανική κυριαρχία κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η χρήση σκλαβιάς και καταναγκαστικής εργασίας στη Ναζιστική Γερμανία (γερμανικά: Zwangsarbeit) και σε όλη τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε χώρα σε πρωτοφανή κλίμακα.[1] Ήταν ένα ζωτικό μέρος της γερμανικής οικονομικής εκμετάλλευσης των κατακτημένων εδαφών. Συνέβαλε επίσης στη μαζική εξόντωση πληθυσμών στην κατεχόμενη Ευρώπη. Οι Γερμανοί απήγαγαν περίπου 12 εκατομμύρια άτομα από σχεδόν 20 ευρωπαϊκές χώρες - περίπου τα δύο τρίτα προέρχονταν από την Κεντρική Ευρώπη και την Ανατολική Ευρώπη. Πολλοί εργαζόμενοι πέθαναν ως αποτέλεσμα των συνθηκών διαβίωσής τους, με την ακραία κακομεταχείριση, το σοβαρό υποσιτισμό και τα βασανιστήρια να ήταν οι κύριες αιτίες θανάτου. Πολλοί περισσότεροι έγιναν άμαχοι θύματα από τους εχθρικούς (Συμμαχικούς) βομβαρδισμούς και τους βομβαρδισμούς των χώρων εργασίας τους καθ΄ όλη τη διάρκεια του πολέμου.[2] Στο απόγειό τους, οι καταναγκαστικοί εργάτες αποτελούσαν το 20% του γερμανικού εργατικού δυναμικού. Μετρώντας τους θανάτους και τον κύκλο εργασιών, περίπου 15 εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες ήταν έκαναν καταναγκαστική εργασία σε ένα σημείο κατά τη διάρκεια του πολέμου.[3]
Εκτός από τους Εβραίους, οι πιο σκληρές πολιτικές απέλασης και καταναγκαστικής εργασίας εφαρμόστηκαν στους πληθυσμούς της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Μέχρι το τέλος του πολέμου, ο μισός πληθυσμός της Λευκορωσίας είχε σκοτωθεί ή εκτοπιστεί.[4][5]
Η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας το 1945 απελευθέρωσε περίπου 11 εκατομμύρια ξένους (που κατηγοριοποιήθηκαν ως «εκτοπισμένοι»), οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν καταναγκαστικοί εργάτες και αιχμάλωτοι. Σε καιρό πολέμου, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν φέρει στο Ράιχ 6,5 εκατομμύρια πολίτες, συν τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους, για αναγκαστική εργασία σε εργοστάσια.[6] Η επιστροφή τους στο σπίτι ήταν υψηλή προτεραιότητα για τους Συμμάχους. Ωστόσο, στην περίπτωση των πολιτών της ΕΣΣΔ, η επιστροφή συχνά σήμαινε υποψία συνεργασίας ή Γκουλάγκ. Ο Οργανισμός Περιθάλψεως και Αποκαταστάσεως των Ηνωμένων Εθνών (ΟΠΑΗΕ), ο Ερυθρός Σταυρός και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις παρείχαν τροφή, ρουχισμό, στέγη και βοήθεια για την επιστροφή στο σπίτι. Συνολικά, 5.2 εκατομμύρια ξένοι εργάτες και αιχμάλωτοι επαναπατρίστηκαν στη Σοβιετική Ένωση, 1.6 εκατ. στην Πολωνία, 1,5 εκατ. στη Γαλλία και 900.000 στην Ιταλία, μαζί με 300.000 έως 400.000 στη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία, την Ολλανδία, την Ουγγαρία και το Βέλγιο.[7]