Κάταγμα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Κάταγμα είναι το μερικό ή πλήρες σπάσιμο του οστού.[1] Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις, το οστό μπορεί να σπάσει σε πολλά κομμάτια.[2] Τα κατάγματα συμβαίνουν συνήθως λόγω τροχαίων ατυχημάτων, πτώσεων ή αθλητικών τραυματισμών. Μπορoύν, εντούτοις, να είναι αποτέλεσμα ασθένειας του οστού που οδηγεί στην αποδυνάμωσή του, όπως η οστεοπόρωση, ή ο ανώμαλος σχηματισμός του οστού από συγγενείς ασθένειες στη γέννηση, όπως η ατελής οστεογένεση (osteogenesis imperfecta).[3][4]
Κάταγμα | |
---|---|
Σε ακτινογραφία του βραχίονα διακρίνονται μετατοπισμένα κλειστά κατάγματα των οστών. | |
Ειδικότητα | οστεολογία |
Ταξινόμηση | |
ICD-10 | Sx2 |
ICD-9 | 829 |
DiseasesDB | 4939 |
MeSH | D050723 |
Ένα κάταγμα προκαλεί γενικά πόνο. Η διόγκωση, η ευαισθησία, η αλλαγή χρώματος και η δυσκολία να κινηθεί το επηρεασμένο μέλος του σώματος είναι συνήθη. Μερικές φορές παρατηρείται παραμόρφωση του μέλους που έχει υποστεί το κάταγμα.[3] Η θέση και η σοβαρότητα του κατάγματος καθορίζουν τα συμπτώματα και τα σημάδια ασθένειας.
Η διάγνωση πραγματοποιείται με τη χρήση πλήρους ιατρικού ιστορικού, φυσική εξέταση και απεικονιστικές εξετάσεις, όπως ακτινογραφία οστού, αξονική ή μαγνητική τομογραφία για την εξέταση των παρακείμενων ιστών. Η θεραπεία ενός κατάγματος εξαρτάται από τον τύπο κατάγματος, τη σοβαρότητα και την θέση του, καθώς επίσης και την κατάσταση του ασθενούς. Η θεραπεία περιλαμβάνει την ξεκούραση, την αποφυγή τοποθέτησης βάρους στο μέλος, την ακινητοποίηση με νάρθηκα ή γύψο, τη φαρμακευτική αγωγή, και σε ορισμένες περιπτώσεις, τις χειρουργικές διαδικασίες.[1]
Ο χρόνος επούλωσης ενός σπασμένου οστού διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από τη βαρύτητα του τραυματισμού. Η επούλωση πραγματοποιείται πιο αργά σε μεγαλύτερες ηλικίες.[5]