Ευνούχος
άνδρας του οποίου έχουν αφαιρεθεί οι όρχεις / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος ευνούχος (Αρχαία Ελληνικά: εὐνοῦχος)[1] αναφέρεται γενικά σε έναν άνδρα, συνήθως της αρχαιότητας, ο οποίος έχει ευνουχιστεί[2] προκειμένου να επιτελέσει συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργία. Στα λατινικά, οι λέξεις eunuchus[3], spado (ελλ.: σπάδων)[4][5] και castratus χρησιμοποιούνταν για να περιγράψουν τους ευνούχους[6].
Οι παλαιότερες αναφορές σε εκούσιο ευνουχισμό για την παραγωγή ευνούχων προέρχονται από την πόλη Λαγκάς των Σουμερίων τον 21ο αιώνα π.Χ.[7] [8] Κατά τη διάρκεια των χιλιετιών έκτοτε, οι ευνούχοι έχουν επιτελέσει ευρεία γκάμα λειτουργιών σε πολλούς διαφορετικούς πολιτισμούς: αυλικοί ή παρόμοιοι οικιακοί βοηθοί, υψίφωνοι τραγουδιστές, θρησκευτικοί λειτουργοί, στρατιώτες, βασιλικοί φρουροί, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και φύλακες γυναικών ή υπηρέτες χαρεμιών.
Οι ευνούχοι ήταν συνήθως υπηρέτες ή σκλάβοι που είχαν ευνουχιστεί για να γίνουν πιστοί υπηρέτες βασιλικής αυλής, όπου η φυσική πρόσβαση στον άρχοντα θα μπορούσε να επιφέρει μεγάλη δύναμη και επιρροή[9]. Φαινομενικά κατώτερες λειτουργίες, όπως η τακτοποίηση του κρεβατιού του άρχοντα, η βοήθεια στο μπάνιο του, το κόψιμο των μαλλιών του, η μεταφορά του με όχημα ή ακόμα και η επίδοση μηνυμάτων, θα μπορούσε θεωρητικά να δώσει σε έναν ευνούχο «ευήκοον ους» και να προσδώσει de facto δύναμη σε έναν τύποις χαμηλόβαθμο, αλλά πιστό υπηρέτη. Παρόμοιες περιπτώσεις αντικατοπτρίζονται στην ταπεινή προέλευση και την ετυμολογία πολλών υψηλών αξιωμάτων.
Οι ευνούχοι υποτίθεται ότι δεν είχαν γενικά αναφορές στο στρατό, στην αριστοκρατία ή σε δική τους οικογένεια (καθώς δεν είχαν ούτε απογόνους ούτε καν εξ αγχιστείας συγγενείς) και επομένως θεωρούνταν πιο αξιόπιστοι και λιγότερο ενδιαφερόμενοι για την ίδρυση ιδιωτικής «δυναστείας». Επειδή η κατάστασή τους συνήθως μείωνε την κοινωνική τους θέση, μπορούσαν επίσης εύκολα να αντικατασταθούν ή να θανατωθούν χωρίς επιπτώσεις. Σε πολιτισμούς που διέθεταν τόσο χαρέμια όσο και ευνούχους, οι ευνούχοι χρησιμοποιούνταν μερικές φορές ως υπηρέτες του χαρεμιού (όπως η θηλυκή οδαλίσκη) ή φύλακες του σεραγιού.