Ερνέστος Κούρτιος
Γερμανός αρχαιολόγος και ιστορικός του 19ου αιώνα / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ερνέστος Κούρτιος (Ernst Curtius) (Λίμπεκ 1814 - Βερολίνο 1896) ήταν Γερμανός ιστορικός και αρχαιολόγος, ο οποίος έζησε επί πολλά χρόνια στην Ελλάδα, εκπονώντας σπουδαίο αρχαιολογικό έργο. Ήταν αδελφός του φιλολόγου Γκέοργκ Κούρτιους[5], γνωστού για την έκδοση το 1852 της περίφημης «Ελληνικής Σχολικής Γραμματικής». Ο Κούρτιος ήταν οπαδός της διατήρησης των αρχαιολογικών τέχνεργων στον τόπο της ανακάλυψής τους κι επηρέασε την αρχαιολογική σκέψη, έτσι ώστε να θεωρείται πως μετά τον Κούρτιο, η αρχαιολογία δεν ήταν πλέον κυνήγι θησαυρών αλλά επιστημονική επιδίωξη.[6]
Ερνστ Κούρτιους | |
---|---|
Όνομα | Ερνστ Κούρτιους |
Γέννηση | 1814 Λίμπεκ Γερμανίας |
Θάνατος | 1896 Βερολίνο |
Επάγγελμα/ ιδιότητες | ανθρωπολόγος, ιστορικός της τέχνης[1], αρχαιολόγος[2], ιστορικός, διδάσκων πανεπιστημίου, κλασικός αρχαιολόγος, πολιτικός[3] και συγγραφέας[4] |
Εθνικότητα | Γερμανική |
Υπηκοότητα | Λύμπεκ |
Σχολές φοίτησης | Πανεπιστήμιο της Βόννης και Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν |
Είδη | Ιστορία |
Αξιοσημείωτα έργα | Ιστορία της Ελλάδας |
Τέκνα | Friedrich Curtius |
Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Η Ελληνική Πολιτεία έχει τιμήσει τον σπουδαίο ιστορικό και αρχαιολόγο, δίνοντας τ' όνομά του σε δρόμο τοπικής σημασίας της Αθήνας, στην οποία ο Κούρτιος έμεινε για αρκετό διάστημα: η οδός Ερνέστου Κουρτίου συνδέει την περιοχή της Άνω Κυψέλης με το Γαλάτσι.
Mε το πολυδιαβασμένο έργο του «Ελληνική Ιστορία» (Griechische Geschichte, Berlin 1857) συντέλεσε στην αποκατάσταση του ονόματος της Μακεδονίας στις αρχαιογνωστικές επιστήμες, καθώς υιοθέτησε πολλές από τις απόψεις του Johann Gustav Droysen. Πιο συγκεκριμένα, ο Curtius επιβεβαίωνε τον ελληνικό χαρακτήρα της μακεδονικής διαλέκτου και εντόπιζε τις καταβολές της μακεδονικής μοναρχίας στην ομηρική εποχή. Σχετικά με την πολιτική του Φιλίππου Β’ απέναντι στις πόλεις-κράτη γράφει: «Επιθυμούσε, όχι όπως ο Ξέρξης να είναι κυρίαρχος, αλλά να ηγηθεί των ελληνικών πόλεων, όπως όριζαν οι ελληνικές παραδόσεις· όπως ακριβώς η Σπάρτη, η Αθήνα και η Θήβα κατ΄ επανάληψη είχαν αποπειραθεί. Έναν στόχο που ποτέ δεν έφθασαν».[7]