Επισκοπική έδρα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Μια επισκοπική έδρα είναι, με τη συνήθη έννοια της φράσης, η περιοχή μιας εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας ενός επισκόπου.[1][2]
Οι φράσεις που αφορούν ενέργειες που συμβαίνουν εντός ή εκτός μίας επισκοπικής έδρας είναι ενδεικτικές της γεωγραφικής σημασίας του όρου, καθιστώντας τον συνώνυμο με τον όρο επισκοπή.[3][4][5][6]
Η λέξη έδρα προέρχεται από την αρχαία ελληνική ἕδρα, που σημαίνει κάθισμα, θέση, βάση, και συμβολίζει την θέση εξουσίας ενός επισκόπου από την εποχή ακόμη του πρώιμου χριστιανισμού.[7] Αυτό το συμβολικό κάθισμα είναι επίσης γνωστό ως καθέδρα. Η εκκλησία στην οποία τοποθετείται η καθέδρα είναι γνωστή για το λόγο αυτό ως καθεδρικός ναός, δηλαδή η εκκλησία της καθέδρας (λατινικά: ecclesia cathedralis). Η λέξη θρόνος χρησιμοποιείται επίσης, ειδικά στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, τόσο για το κάθισμα όσο και για την περιοχή της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας.[8]
Ο όρος «έδρα» χρησιμοποιείται επίσης για τον προσδιορισμό της πόλης όπου βρίσκεται ο καθεδρικός ναός ή η κατοικία του επισκόπου.[7]