Διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
σειρά γεγονότων μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (30 Οκτωβρίου 1918 – 1 Νοεμβρίου 1922) ήταν ένα γεωπολιτικό γεγονός που συνέβη μετά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από βρετανικά, γαλλικά και ιταλικά στρατεύματα τον Νοέμβριο του 1918. Η διχοτόμηση σχεδιάστηκε σε διάφορες συμφωνίες που συνήφθησαν από τις Συμμαχικές Δυνάμεις στις αρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου,[1] και συγκεκριμένα στη Συμφωνία Σάικς - Πικό, αφότου η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε συμμαχίσει με τη Γερμανία για να σχηματίσει την Οθωμανογερμανική Συμμαχία.[2] Το τεράστιο συγκρότημα εδαφών και λαών που αποτελούσαν παλαιότερα την Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίστηκε σε πολλά νέα κράτη.[3] Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε από τα μεγαλύτερα ισλαμικά κράτη από γεωπολιτική, πολιτιστική και ιδεολογική άποψη. Ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον πόλεμο οδήγησε στην κυριαρχία της Μέσης Ανατολής από δυτικές δυνάμεις όπως η Βρετανία και η Γαλλία, και είδε τη δημιουργία του σύγχρονου αραβικού κόσμου και της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας. Η αντίσταση στην επιρροή αυτών των δυνάμεων προήλθε από το Τουρκικό Εθνικό Κίνημα, αλλά δεν έγινε ευρέως διαδεδομένη στα άλλα μετα-οθωμανικά κράτη μέχρι την περίοδο της ταχείας αποαποικιοποίησης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η μερικές φορές βίαιη δημιουργία προτεκτοράτων στο Ιράκ και την Παλαιστίνη και η προτεινόμενη διαίρεση της Συρίας σύμφωνα με τις κοινοτικές γραμμές, πιστεύεται ότι ήταν μέρος της ευρύτερης στρατηγικής για την εξασφάλιση της έντασης στη Μέση Ανατολή, απαιτώντας έτσι τον ρόλο των δυτικών αποικιακών δυνάμεων (εκείνη την εποχή Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία) ως ειρηνευτές και προμηθευτές όπλων.[4] Η εντολή της Κοινωνίας των Εθνών έδωσε τη Γαλλική Εντολή για τη Συρία και τον Λίβανο, τη Βρετανική Εντολή για τη Μεσοποταμία (αργότερα Ιράκ) και τη Βρετανική Εντολή για την Παλαιστίνη, που αργότερα διαιρέθηκε στη Βρετανική Παλαιστίνη και το Εμιράτο της Υπεριορδανίας (1921-1946). Οι κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αραβική Χερσόνησο έγιναν το Βασίλειο της Χετζάζ, το οποίο επετράπη να προσαρτήσει το Σουλτανάτο του Νετζντ (σημερινή Σαουδική Αραβία) και το Βασίλειο της Υεμένης. Οι κτήσεις της Αυτοκρατορίας στις δυτικές ακτές του Περσικού Κόλπου προσαρτήθηκαν ποικιλοτρόπως από τη Σαουδική Αραβία, ή παρέμειναν υπό την νορφή βρετανικών προτεκτοράτων (Κουβέιτ, Μπαχρέιν και Κατάρ) αποτεώντας έτσι τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου.
Μετά την πλήρη κατάρρευση της οθωμανικής κυβέρνησης, οι εκπρόσωποί της υπέγραψαν τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920, η οποία θα χώριζε μεγάλο μέρος του εδάφους της σημερινής Τουρκίας μεταξύ της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ελλάδας και της Ιταλίας. Ο Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ανάγκασε τις δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πριν μπορέσει να επικυρωθεί η συνθήκη. Οι Δυτικοευρωπαίοι και η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας υπέγραψαν και επικύρωσαν τη νέα Συνθήκη της Λωζάνης το 1923, αντικαθιστώντας τη Συνθήκη των Σεβρών και συμφωνώντας στα περισσότερα εδαφικά ζητήματα. Ένα ανεπίλυτο ζήτημα, η διαμάχη μεταξύ του Βασιλείου του Ιράκ και της Τουρκίας για την πρώην επαρχία της Μοσούλης, διαπραγματεύτηκε αργότερα υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών το 1926. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι χώρισαν τη Μείζων Συρία μεταξύ τους στη Συμφωνία Σάικς - Πικό. Άλλες μυστικές συμφωνίες συνήφθησαν με την Ιταλία και τη Ρωσία.[5] Η Διακήρυξη του Μπάλφουρ ενθάρρυνε το διεθνές σιωνιστικό κίνημα να πιέσει για μια εβραϊκή πατρίδα στην Παλαιστίνη. Ενώ ήταν μέρος της Τριπλής Αντάντ, η Ρωσία είχε επίσης συμφωνίες εν καιρώ πολέμου που την εμπόδιζαν να συμμετάσχει στη διχοτόμηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Η Συνθήκη των Σεβρών αναγνώρισε επίσημα τις νέες εντολές της Κοινωνίας των Εθνών στην περιοχή, την ανεξαρτησία της Υεμένης και τη βρετανική κυριαρχία στην Κύπρο.