Διαιτησία (δίκαιο)
From Wikipedia, the free encyclopedia
Διαιτησία είναι μια εναλλακτική μορφή επίλυσης διαφορών.[1][2] Αποτελεί έναν συμβατικά επιλεγμένο τρόπο εκδίκασης μια διαφοράς από ιδιωτικούς δικαστές, σε διαιτητικό δικαστήριο, αντί της τακτικής δικαιοσύνης.[3][4]
Τα μέρη αποφασίζουν από κοινού να ορίσουν ένα ανεξάρτητο τρίτο μέρος, που ονομάζεται διαιτητής, ή ένα συμβούλιο διαιτησίας, αποτελούμενο συνήθως από τρία μέλη, το οποίο θα είναι υπεύθυνο για την επίλυση της σύγκρουσης και για την έκδοση της διαιτητικής απόφασης.[5] Μια διαιτητική απόφαση είναι νομικά δεσμευτική και από τις δύο πλευρές και εκτελεστή στα δικαστήρια, εκτός κι εάν τα μέρη ορίσουν ότι η διαδικασία και η απόφαση της διαιτησίας δεν θα είναι δεσμευτική. Τα μέρη μπορούν να επιλέξουν τους εξειδικευμένους προς το αντικείμενο επίλυσης διαφοράς διαιτητές, τον τόπο, τη γλώσσα διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας, το εφαρμοστέο επί της διαφορας δίκαιο κ.α.[3]
Η διαιτησία χρησιμοποιείται συχνά για την επίλυση εμπορικών διαφορών, ιδιαίτερα στο πλαίσιο διεθνών εμπορικών συναλλαγών, και διαφέρει από τη διαμεσολάβηση και τη συνδιαλλαγή, τα οποία είναι κοινά στη διευθέτηση εργατικών διαφορών μεταξύ διοίκησης και εργατικών σωματείων. Στη διαμεσολάβηση, τα μέρη καταφεύγουν σε τρίτο πρόσωπο για να τους προτείνει μια διευθέτηση ή να τα βοηθήσει να καταλήξουν σε συμβιβασμό.[5][6] Σε ορισμένες χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η διαιτησία χρησιμοποιείται συχνά σε θέματα καταναλωτών και απασχόλησης, όπου η διαιτησία μπορεί να επιβάλλεται από τους όρους εργασίας ή τις εμπορικές συμβάσεις και μπορεί να περιλαμβάνει παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης ομαδικής αγωγής.[7]
Μεταξύ των πλεονεκτημάτων της διαιτησίας είναι η ταχύτητά της, η ευελιξία της και το γεγονός ότι το κόστος μπορεί να συμφωνηθεί εκ των προτέρων. Ένα βασικό της μειονέκτημα είναι ότι η απόφαση είναι οριστική, χωρίς δικαίωμα άσκησης έφεσης.[7]