Δίκαιο του εδάφους
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Δίκαιο του εδάφους, ή Jus soli (Γιους σόλι) είναι το δικαίωμα οποιουδήποτε που γεννιέται στην επικράτεια ενός κράτους σε ιθαγένεια ή υπηκοότητα (αυτού του κράτους)[1]. Ως χωρίς όρους βάση ιθαγένειας είναι το κυρίαρχο σύστημα στην ήπειρο της Αμερικής, αλλά σπάνιο αλλού[2][3][4][5]. Μετά την Εικοστή Έβδομη Τροποποίηση του Συντάγματος της Ιρλανδίας που ίσχυσε το 2004, καμία Ευρωπαϊκή χώρα αυτή τη στιγμή δεν παρέχει ιθαγένεια χωρίς όρους βάση του δίκαιου του εδάφους[6][7]. Μια μελέτη του 2010 βρήκε ότι μόνο 30 από τις 194 χώρες του κόσμου παραχωρούν ιθαγένεια με τη γέννηση σε παιδιά από ξένους κατοίκους χωρίς χαρτιά, αν και βέβαιες πληροφορίες δεν ήταν διαθέσιμες για 19 χώρες[4].
Σχεδόν όλες οι χώρες στην Ευρώπη, Ασία, Αφρική και Ωκεανία παρέχουν ιθαγένεια από τη γέννηση βάση της αρχής του Δικαίου της καταγωγής, (ή δίκαιο του αίματος, jus sanguinis), με την οποία η ιθαγένεια «κληρονομείται» από τους γονείς όχι μέσω του τόπου γέννησης, ή μιας περιορισμένης μορφής του δικαίου του εδάφους όπου η ιθαγένεια από τον τόπο γέννησης είναι αυτόματη μόνο για τα παιδιά συγκεκριμένων μεταναστών. Οι χώρες που έχουν κυρώσει τη Συνθήκη για τη Μείωση της Ανιθαγένειας του 1961, παραχωρούν ιθαγένεια σε ανιθαγενή άτομα που δεν θα μπορούσαν να πάρουν καμία άλλη ιθαγένεια και που γεννήθηκαν στην επικράτειά τους, ή πλοίο ή αεροπλάνο με τη σημαία τους.
Το Δίκαιο του εδάφους είναι συνδεδεμένο με παραχωρητικά πολιτικά δικαιώματα. Οι περισσότερες χώρες με χωρίς όρους δίκαιο του εδάφους παρέχουν επίσης υπηκοότητα (και ιθαγένεια) βάση του δικαίου της καταγωγής, αλλά οι κανονισμοί τείνουν να είναι πιο αυστηροί από τις χώρες που χρησιμοποιούν το δίκαιο της καταγωγής ως την κυριότερη βάση ιθαγένειας.