Βιολογική αμοιβαιότητα
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η βιολογική αμοιβαιότητα ή αμοιβαία ωφέλιμη συμβίωση ή επωφελής αμοιβαιότητα ή αμοιβαία συνεργασία ή αλληλοβοήθεια (αγγλικά: mutualism) περιγράφει την οικολογική αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων ειδών, όπου το κάθε είδος αποκομίζει κάποιο σημαντικό όφελος. [1] Η αμοιβαιότητα είναι ένας κοινός τύπος οικολογικής αλληλεπίδρασης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα περισσότερα αγγειακά φυτά που εμπλέκονται σε αλληλεπιδράσεις αμοιβαιότητας με μυκόρριζες, τα ανθοφόρα φυτά που επικονιάζονται από ζώα, τα αγγειακά φυτά που διασπείρονται από ζώα και τα κοράλλια που αλληλεπιδρούν με τις ζωοξανθέλες, τα οποία είναι μόνο μερικές περιπτώσεις μεταξύ πολλών άλλων, που υπάρχουν στην φύση. Η αμοιβαιότητα μπορεί να αντιπαραβληθεί με τον διαειδικό ανταγωνισμό, στον οποίο κάθε είδος βιώνει μειωμένη αρμοστικότητα (fitness) και την καταχρηστική αμοιβαιότητα[2] (cheating) ή τον παρασιτισμό, στον οποίο το ένα είδος ωφελείται σε βάρος του άλλου.
Ο όρος αμοιβαιότητα εισήχθη από τον Pierre-Joseph van Beneden στο βιβλίο του το 1876, Animal Parasites and Messmates, το οποίο σημαίνει «αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των ειδών». [3]
Η αμοιβαιότητα συχνά συγχέεται με δύο άλλους τύπους οικολογικών φαινομένων. Τη συνεργασία (cooperation) και τη συμβίωση. Η συνεργασία αναφέρεται συνήθως στην αύξηση της αρμοστικότητας μέσω αλληλεπιδράσεων εντός του είδους (ενδοειδικές), αν και έχει χρησιμοποιηθεί (ειδικά στο παρελθόν), για να αναφερθεί σε αλληλεπιδράσεις αμοιβαιότητας, ενώ μερικές φορές χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει αλληλεπιδράσεις αμοιβαιότητας που δεν είναι υποχρεωτικές. [1] Η συμβίωση περιλαμβάνει δύο είδη που ζουν σε στενή φυσική επαφή, για μεγάλο χρονικό διάστημα της ύπαρξής τους και μπορεί να είναι αμοιβαία, παρασιτική ή ομοσιτιστική, επομένως οι συμβιωτικές σχέσεις δεν χαρακτηρίζονται πάντα από αμοιβαιότητα και οι αλληλεπιδράσεις αμοιβαιότητας δεν είναι πάντα συμβιωτικές. Παρά τον διαφορετικό ορισμό μεταξύ των αλληλεπιδράσεων αμοιβαιότητας και της συμβίωσης, η αμοιβαιότητα και η συμβίωση έχουν χρησιμοποιηθεί εναλλάξ σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν και η σύγχυση σχετικά με τη χρήση τους εξακολουθεί να υπάρχει. [4]
Η αμοιβαιότητα παίζει βασικό ρόλο στην οικολογία και την εξέλιξη. Για παράδειγμα, οι αλληλεπιδράσεις αμοιβαιότητας είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του χερσαίου οικοσυστήματος, καθώς περίπου το 80% των ειδών των χερσαίων φυτών, βασίζονται σε μυκορριζικές σχέσεις με μύκητες, για να τους παρέχουν ανόργανες ενώσεις και ιχνοστοιχεία. [5] Ένα άλλο παράδειγμα, είναι η σχέση αμοιβαιότητας που εκφράζεται μεταξύ των φυτών που ευδοκιμούν σε τροπικά δάση και των ζώων που βοηθούν στον διασκορπισμό των σπόρων τους, η οποία εκτιμάται ότι κυμαίνεται τουλάχιστον στο εύρος 70 - 93,5%. [6] Επίσης, η αμοιβαιότητα φέρεται να είναι η αιτία που οδήγησε την εξέλιξη μεγάλου μέρους της βιολογικής ποικιλότητας που βλέπουμε γύρω μας, όπως η μορφολογία των λουλουδιών (σημαντικός παράγοντας για την αλληλοεπικονίαση) και η συνεξέλιξη μεταξύ ομάδων από διάφορα είδη. [7] Η αμοιβαιότητα έχει επίσης συνδεθεί με σημαντικά εξελικτικά γεγονότα, όπως η εξέλιξη του ευκαρυωτικού κυττάρου (συμβιογένεση) ή ο αποικισμός της γης από φυτά σε συνδυασμό με μυκόρριζους μύκητες.