Αψέντι
αλκοολούχο ποτό / From Wikipedia, the free encyclopedia
Το αψέντι είναι αποσταγμένο ποτό με υψηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα (45-74% ABV).[1][2][3][4] Προέρχεται από την απόσταξη διαφόρων φυτών, όπως των ανθών και των φύλλων του είδους Αρτεμισία το αψίνθιο (ή αψινθιά), γλυκανίσου, μαράθου και άλλων βοτάνων.[5] Το αψέντι έχει παραδοσιακά φυσικό πράσινο χρώμα, αλλά μπορεί να είναι άχρωμο. Συχνά αναφέρεται ως «η πράσινη νεράιδα». Αν και μερικές φορές αναφέρεται λανθασμένα ως λικέρ, το αψέντι δεν συσκευάζεται παραδοσιακά με προστιθέμενη ζάχαρη και έτσι χαρακτηρίζεται ως απόσταγμα.[6] Το αψέντι συσκευάζεται έχοντας υψηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, αλλά συνήθως αραιώνεται με νερό πριν καταναλωθεί.
Το αψέντι προέρχεται από το καντόνι του Νεσατέλ στην Ελβετία και παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 18ου αιώνα. Έγινε δημοφιλές ως αλκοολούχο ποτό στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γαλλία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Παριζιάνους καλλιτέχνες και συγγραφείς. Εξαιτίας εν μέρει τις συσχέτισής του με την μποέμικη κουλτούρα και το Παρακμιακό Κίνημα, η κατανάλωση αψεντιού βρήκε ενάντιους τους κοινωνικούς συντηρητικούς, καθώς και τους υποστηρικτές της ποτοαπαγόρευσης. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο Πολ Βερλαίν, ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο Πικάσο, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, Όσκαρ Γουάιλντ, ο Άλιστερ Κρόουλι, ο Ερίκ Σατί και ο Αλφρέ Ζαρί ήταν γνωστοί πότες αψεντιού.[7]
Το αψέντι συχνά απεικονίζεται ως επικίνδυνα εθιστική και ψυχοδραστική ουσία.[8] Η χημική ένωση θυϊόνη, αν και παρούσα στο απόσταγμα σε πολύ μικρές ποσότητες, έχει κατηγορηθεί για αυτές τις υποτιθέμενες βλαβερές επιδράσεις. Μέχρι το 1915, το αψέντι είχε απαγορευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Ελβετίας και της Αυστροουγγαρίας. Αν και το αψέντι έχει ιστορικά δυσφημιστεί, δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο επικίνδυνο από τα άλλα αποστάγματα. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η ψυχοτρόπος δράση του αψεντίου (πέρα από αυτή του οινοπνεύματος) είχε υπερεκτιμηθεί.[8] Η αναβίωση του αψεντιού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990, ακολουθώντας την υιοθέτηση σύγχρονων ευρωπαϊκών νόμων για τα ποτά και τα τρόφιμα, οι οποίοι απομάκρυναν τους φραγμούς στην παραγωγή και πώλησή του.