Αντιγόνο
πρωτείνη που προκαλεί ανοσιακή απάντηση / From Wikipedia, the free encyclopedia
Στην ανοσολογία, ένα αντιγόνο (διεθνές σύμβολο: Ag) είναι μόριο ή μοριακή δομή (π.χ. τμήμα μακρομορίου), όπως μπορεί να υπάρχει στο εξωτερικό ενός παθογόνου μικροοργανισμού, που μπορεί να δεσμευτεί από ένα «ειδικό προς το αντιγόνο» αντίσωμα ή υποδοχέα αντιγόνου Β λεμφοκυττάρου.[1] Η παρουσία αντιγόνων στο σώμα προκαλεί, υπό φυσιολογικές συνθήκες, ανοσοαπόκριση.[2] Η συντμημένη ονομασία «αντιγόνο» σημαίνει «γεννήτορας αντισωμάτων»,[3] (δηλ. σε ελεύθερη μετάφραση «αντισωματογόνο») και αναφέρεται στην ικανότητα του μορίου να παράγει («γεννά») αντισώματα.[4]
Τα αντιγόνα «στοχεύονται» από αντισώματα.[1] Κάθε αντίσωμα παράγεται ειδικά από το ανοσοποιητικό σύστημα για να ταιριάζει με ένα αντιγόνο αφού κύτταρα στο ανοσοποιητικό σύστημα έρχονται σε επαφή με αυτό. Αυτό επιτρέπει την ακριβή αναγνώριση ή αντιστοίχιση του αντιγόνου και την έναρξη μιας προσαρμοστικής ανοσοαπόκρισης.[1][2] Το αντίσωμα λέγεται ότι «ταιριάζει» με το αντιγόνο με την έννοια ότι μπορεί να προσδεθεί με αυτό λόγω προσαρμογής στο λεγόμενο «θραύσμα πρόσδεσης αντιγόνου» (Fab) του αντισώματος.[1] Στις περισσότερες περιπτώσεις, ένα προσαρμοσμένο αντίσωμα μπορεί να αντιδράσει και να δεσμεύσει μόνο ένα συγκεκριμένο αντιγόνο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ωστόσο, τα αντισώματα μπορεί να αντιδράσουν διασταυρούμενα και να δεσμεύσουν περισσότερα από ένα αντιγόνα.
Τα αντιγόνα είναι πρωτεΐνες, πεπτίδια (αλυσίδες αμινοξέων) και πολυσακχαρίτες (αλυσίδες μονοσακχαριτών/απλών σακχάρων), τα λιπίδια και τα νουκλεϊκά οξέα γίνονται αντιγόνα μόνο όταν συνδυάζονται με πρωτεΐνες και πολυσακχαρίτες.[5]
Το αντιγόνο μπορεί να προέρχεται από το σώμα ("αυτοπρωτεΐνη") ή από το εξωτερικό περιβάλλον ("μη αυτοπρωτεΐνη").[2] Το ανοσοποιητικό σύστημα ταυτοποιεί και επιτίθεται σε "μη-αυτο" εξωτερικά αντιγόνα και συνήθως δεν αντιδρά σε αυτο-πρωτεΐνη λόγω αρνητικής επιλογής των κυττάρων Τ στον θύμο.[6]
Τα εμβόλια είναι παραδείγματα αντιγόνων σε ανοσογόνο μορφή, τα οποία χορηγούνται σκόπιμα σε έναν λήπτη για να προκαλέσουν τη λειτουργία μνήμης του επίκτητου ανοσοποιητικού συστήματος έναντι αντιγόνων του παθογόνου που εισβάλλει σε αυτόν τον λήπτη. Τα εμβόλια για τον ιό της εποχικής γρίπης είναι ένα συνηθισμένο παράδειγμα.[7]