Ανατολική Ιερουσαλήμ
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ανατολική Ιερουσαλήμ ή Ανατολικά Ιεροσόλυμα (εβραϊκά: מִזְרַח יְרוּשָׁלַיִם, Mizraḥ Yerushalayim, αραβικά: القدس الشرقية) είναι ο τομέας της Ιερουσαλήμ ο οποίος καταλήφθηκε από την Ιορδανία κατά τη διάρκεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου το 1948 εν αντιθέσει του δυτικού τομέα της πόλεως, της Δυτικής Ιερουσαλήμ, που καταλήφθηκε από το Ισραήλ.[1] Από τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο το 1967, η ανατολική Ιερουσαλήμ έχει θεωρηθεί κατειλημμένη από το Ισραήλ βάσει της διεθνούς κοινότητας.
Ανατολική Ιερουσαλήμ | |
---|---|
Χώρα | Κράτος της Παλαιστίνης και Ισραήλ |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Ιερουσαλήμ, Δυτική Όχθη και Κυβερνείο Ιερουσαλήμ |
Υψόμετρο | 760 μέτρα |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 31°47′0″N 35°14′2″E |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Αυτή η περιοχή περιλαμβάνει την Παλαιά Πόλη της Ιερουσαλήμ και μερικούς από τους ιερότερους χώρους του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, όπως το Όρος του Ναού, το Δυτικό Τείχος, το Τέμενος Αλ-Άκσα, ο Θόλος του Βράχου και ο Ναός του Πανάγιου Τάφου, καθώς και μια σειρά παρακείμενων γειτονιών. Οι ορισμοί του Ισραήλ και της Παλαιστίνης διαφέρουν.[2] Η παλαιστινιακή επίσημη στάση βασίζεται στις Συμφωνίες Εκεχειρίας του 1949, ενώ η Ισραηλινή στάση βασίζεται κυρίως στα σημερινά όρια του δήμου της Ιερουσαλήμ. Αυτά καθορίστηκαν από μια σειρά διοικητικών διευρύνσεων που αποφάσισαν οι ισραηλινές δημοτικές αρχές από τον πόλεμο των έξι ημερών του Ιουνίου 1967. Παρά το όνομά της, η Ανατολική Ιερουσαλήμ περιλαμβάνει γειτονιές στα βόρεια, ανατολικά και νότια της Παλαιάς Πόλεως και, στον ευρύτερο ορισμό του όρου, ακόμη και σε όλες αυτές τις πλευρές της Δυτικής Ιερουσαλήμ. Μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας θεωρεί τους ισραηλινούς οικισμούς στη Δυτική Όχθη, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, παράνομους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το Ισραήλ αμφισβητεί αυτήν την ερμηνεία.
Κατά τη διάρκεια του Αραβοϊσραηλινού Πολέμου του 1948, η Ιερουσαλήμ διεκδικούνταν μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ. Με τη διακοπή των εχθροπραξιών, οι δύο χώρες διαπραγματεύτηκαν κρυφά τη διαίρεση της πόλης, με τον ανατολικό τομέα να τελεί υπό την κυριαρχία της Ιορδανίας. Αυτή η ρύθμιση επισημοποιήθηκε στη Συμφωνία της Ρόδου τον Μάρτιο του 1949.[3][4]
Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν παρουσίασε την δήλωση του κόμματός του ότι «η εβραϊκή Ιερουσαλήμ είναι ένα οργανικό, αναπόσπαστο μέρος του κράτους του Ισραήλ» τον Δεκέμβριο του 1949,[5] και η Ιορδανία προσάρτησε την Ανατολική Ιερουσαλήμ το επόμενο έτος.[6][7] Αυτές οι αποφάσεις επιβεβαιώθηκαν αντίστοιχα στην Ισραηλινή Κνέσετ τον Ιανουάριο του 1950 και στο Ιορδανικό Κοινοβούλιο τον Απρίλιο του 1950.[8] Όταν καταλήφθηκε από το Ισραήλ μετά τον πόλεμο των έξι ημερών το 1967, η Ανατολική Ιερουσαλήμ, με διευρυμένα σύνορα, τέθηκε υπό άμεση ισραηλινή κυριαρχία, μια αποτελεσματική de facto προσάρτηση, αν και σύμφωνα με τον Ίαν Λάστικ, ποτέ δεν προσαρτήθηκε επίσημα.[9][10] Σε ομόφωνη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, τα Ηνωμένα Έθνη κήρυξαν τα μέτρα που αλλάζουν την κατάσταση της πόλης ως άκυρα.[11]
Στην Παλαιστινιακή Διακήρυξη Ανεξαρτησίας της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (ΟΑΠ) του 1988, η Ιερουσαλήμ δηλώνεται ως η πρωτεύουσα του Κράτους της Παλαιστίνης. Το 2000, η Παλαιστινιακή Αρχή ψήφισε νόμο που κηρύσσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά της και τον Οκτώβριο του 2002, ο νόμος αυτός εγκρίθηκε από τον πρόεδρο Γιάσερ Αραφάτ.[12] Από τότε, το Ισραήλ έκλεισε όλα τα γραφεία και τις ΜΚΟ που συνδέονται με την ΟΑΠ στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, λέγοντας ότι οι Συμφωνίες του Όσλο δεν επιτρέπουν στην Εθνική Παλαιστινιακή Αρχή να λειτουργεί στην Ιερουσαλήμ.[13] Ο Οργανισμός Ισλαμικής Διάσκεψης (ΟΙΔ) αναγνώρισε την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του κράτους της Παλαιστίνης στις 13 Δεκεμβρίου 2017.[14]
Ο ετήσιος αριθμός οικοδομικών αδειών που χορηγούνται για κατασκευή σε ισραηλινούς οικισμούς στην Ανατολική Ιερουσαλήμ έχει αυξηθεί κατά 60% από τότε που ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ το 2017. Από το 1991, οι Παλαιστίνιοι, που αποτελούν την πλειοψηφία των κατοίκων στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, έχουν λάβει μόνο 30% των οικοδομικών αδειών.[15]